| Και η βροντή ακούστηκε / διπλώς αντιλαλούσα
όλων το αίμα πάγωσε / τ' αυτιά τους γίναν ρούσσα.
Από τους δρόμους έτρεξαν / όλοι αμέσως να' ρθουν
κι όμως στο κεφαλόσκαλο / δε θέλανε να φτάσουν.
Άνοιξαν χώρο οι ταπεινοί / και οι μικροί αστέρες
για να περάσουν οι χρυσοί / πλανήτες με τις βέρες.
Στου φιάσκου όμως τη σύναξη / εβρέθηκαν με μίας
θεοί, ημίθεοι πολλοί / και στο κεφάλι ο Δίας.
Και άρχισαν τα θέματα / της ημερήσιας στάσης
καλά κλεισμένοι στο μαντρί / της ανωτέρας τάξης,
με τις θεές απούσες μεν / μα η πουτανιά παρούσα
μες το δικό τους το μυαλό / εφάντασε μιλούσα.
Και ο πατέρας των θεών / που' χε τον πρώτο λόγο
μιλούσε για την ταραχή από τη γη στο θρόνο,
ότι αγγέλοι προχωρούν / πολλοί θνητοί στην κορυφή
στη μυρωδιά του νέκταρος / στης αμβροσίας την τροφή.
Για αυθάδεια εμίλησε / στα φτερωτά παπούτσια
πως τόλμησαν τα χέρια τους / να αγγίξουνε τα λούσα,
και πως μη πρέπουσες φωνές / βουτήξανε στα λόγια
λες και οι άλλοι αγνοούν / τα ψεύτικά τους μπόια,
κι ο εγωισμός προξένησε / το τύφλωμα των όλων
κι όλοι κατάρες έριχναν / στο άντρεμα των φόρων.
Μετά μιλά ο Ποσειδών / πιο γόης από όλους
που σαν του δώσαν τα ηνιά / βάζει βάτες στους ώμους.
Χτυπά την τρίαινα στη γη / σαν λεάινα γρυλίζει
μα στον καθρέφτη δεν μπορεί / τη χαίτη να χτενίζει,
στέκεται όμως στο πλευρό / του βασιλιά του λάθους
μήπως μερίδιο δεχτεί / στην κορυφή του πάθους.
Και ο Ερμής αδιάφορος / μονάχα υφοράει
κι όταν η ώρα έρχεται / τους πάντες μαρτυράει.
Και χαίρεται σαν στέκεται / σε μια γωνιά και βλέπει
την τιμωρία στον θνητό / ο άναξ του να τρέπει.
Απέναντι ο 'Ηφαιστος / μονάχος του γελάει
του φτερωτού του φίλου του / χατήρι δε χαλάει,
το μόνο που γνωρίζει πια / είναι να κυνηγάει
και τσιροπούλια καπνιστά / γι' αυτόνε να μαδάει.
Κι ο κεραυνός πετάχτηκε / και χτύπησε τον Πρώτο
τον φίλο όλων των θνητών / 'πως φαίνεται ανθρώπων.
Και δε θυμάται κανείς πια / πως όλα έχουν γίνει
από τα χέρια μελισσών / ό,τι έχει και το πίνει.
Κηφήνες λιπαρόμορφοι / είναι από τη γέννα
κι έχουν σκοπό να πίνουνε/ των ικανών το αίμα.
Κι όταν τελειώνει και αυτό / φωνάζουν τρυγητάδες
της άμοιρης τούτηε της γης / άξιους δουλευταράδες,
της τόσο όμως ώριμης / μεστής και ανωτέρας
απ' της δικής του της αέρινης / πλάσης πιο κατωτέρας,
των παγερών των χώρων τους / κρανίων ανουσίων
των πετραδιών του ψεύδους τους / σωμάτων ανοστίων.
Τι τρομερή απόγνωση / σ' ημίθεους και άλλους
μα και τη λύπηση γι' αυτούς / τους φαντασμένους κάλους.
1991
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|