| Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτά κάθως αυτός χανόταν μέσα στις σκιές.
Γύρισε και κοίταξε τον Φρανκ.Το αίμα είχε απλωθει γύρω του, εκείνος όμως ήταν ήρεμος. Η ματιά του ήταν καρφωμένη πάνω της.Δεν άντεξε λύγισε και ξέσπασε σε κλάμματα...
Οταν ξύπνησε πρέπει να είχε περάσει καμιά ώρα , δεν κατάλαβε αν κοιμόταν ή αν απλά είχε λιποθυμήσει.Δεν είχε όμως χρόνο να σκεφτεί , ακούστηκαν βήματα και φώνες. Χώρις να το πολυσκεφτεί πήρε το μανδύα του Φρανκ ,τυλίχτηκε γρήγορα και το σπαθί του. Έδωσε το τελευταίο φιλί και βουρκωμένη έτρεξε προς την ίδια κατεύθυνση που πριν απο λίγο χάθηκε ο δολοφόνος του.
Αυτό που τώρα την κρατούσε ζωντανή ήταν το μίσος ... ορκίστηκε εκδίκηση και ήξερε καλά απο που έπρεπε να αρχίσει, μια τελευταία επίσκεψη στο θείο της θα την λύτρωνε ......
Οι φρουροί έφτασαν τρέχοντας στο σημείο που κειτόταν άψυχο το πτώμα του Φράνκ και σχημάτισαν ένα κύκλο γύρω του, ανάβοντας δαυλούς για να φωτίσουν την νύχτα και προσέχοντας να μην πειράξουν τίποτα από την σκηνή. Ο λοχίας που τους ακολουθούσε έσκυψε και περιεργάστηκε τον νεκρό. Η τρύπα από το σπαθί του Βιντσέντζο στο στήθος του έχασκε ανοιχτή και η σήψη είχε αρχίσει να κατατρώει το σώμα αλλά το πρόσωπό του είχε ακόμα ξεκάθαρη την τελευταία έκφραση πόνου και αγωνίας.
"Ανάθεμα τους!!! Ανάθεμα τους!!! Σκότωσαν τον Φρανκ." Φώναξε πετώντας το κράνος του στο έδαφος. "Είναι ο τέταρτος στρατιώτης που δολοφονείται και ούτε που θυμάμαι πόσοι άλλοι έχουν πεθάνει από τα χέρια τους. Κάποια μέρα... Κάποια μέρα..."
"Κάποια μέρα τι;" Στο μέρος, από το ίδιο δρομάκι που είχε ακολουθήσει λίγες ώρες πιο πριν το ζευγάρι, είχε πλησιάσει ένας ακόμα παρατηρητής. Η γαλάζια στολή και τα κεντημένα στο γιλέκο του διακριτικά δήλωναν οτι ήταν από τους σωματοφύλακες του βασιλιά. Σήκωσε το κράνος που είχε φτάσει κυλώντας στα πόδια του και το έδωσε στον ιδιοκτήτη του. "Λοιπόν, δεν τελείωσες την φράση σου. Κάποια μέρα τι;"
"Κάποια μέρα θα φτάσω έγκαιρα και αυτή η ιστορία με τις δολοφονίες θα τελειώσει"
"Κάποια μέρα θα φτάσεις έγκαιρα και θα πεθάνεις κι εσύ". Ο λοχίας ξαφνιάστηκε από την απάντηση αυτή και περίμενε να ακούσει τι άλλο είχε να πει ο σωματοφύλακας.
"Στους κύκλους του παλατιού κυκλοφορεί η φήμη για την δράση μιας οργάνωσης ασσασίνων όχι μόνο στο παλάτι αλλά και ευρύτερα, κάτι που αποδεικνύεται τόσο από τους φόνους που έχουν λάβει χώρα όσο και από την ποικιλία των μεθόδων που ακολουθούνται. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να έχει γίνει από έναν μόνο άνθρωπο, έτσι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα οτι πρόκειται όντως για κάποια σέχτα." Ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του και ο λοχίας βρήκε την ευκαιρία να διακόψει.
"Εγώ πιστεύω οτι αν διασταυρώσουμε ξίφη με όποιον από αυτούς τους δολοφόνους, θα είναι και η τελευταία του ξιφομαχία"
"Το ίδιο πιθανώς να πίστευε και αυτός" έδειξε τον Φρανκ "αλλά το πράγμα είναι πολύ πιο περίπλοκο. Ακόμα και αν υποθέσουμε οτι κατάφερνες να σκοτώσεις κάποιον από αυτούς η σέχτα θα φρόντιζε ωστε να μην ζήσεις να το περηφανευτείς. Κανείς από όσους έμπλεξαν μαζί τους δεν το έχει καταφέρει. Δεν είναι όμως η οργάνωσή τους που με εκπλήσει ούτε η ικανότητά τους. Το πραγματικά εκπληκτικό είναι οτι ποτέ δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ούτε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να με οδηγήσει σε αυτούς"
"Να... σε... οδηγήσει; Γιατί συγκεκριμένα εσένα;"
"Γιατί εμένα επέλεξε ο βασιλιάς να διευθετήσω την υπόθεση με τις δολοφονίες. Και αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις. Έλεγα λοιπόν οτι ποτέ δεν υπήρξε στοιχείο ή αυτόπτης μάρτυρας. Γι αυτό η συγκεκριμένη δολοφονία είναι πολύ σημαντική."
"Η δολοφονία του Φρανκ, γιατί;"
"Γιατί στην δολοφονία του ...Φράνκ όπως τον είπες, υπήρχε και ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο δεν είναι εδώ, και πιθανον να μην είναι και νεκρό."
"Πως το ξέρεις αυτό;"
"Δώστε μου έναν δαυλό παρακαλώ". Ένας στρατιώτης άναψε έναν ακόμα δαυλό και τον έδωσε στον σωματοφύλακα. Αυτός τον πήρε και τον χαμήλωσε κοντά στην μισοξεραμένη πλέον λίμνη αίματος δίπλα από το πτώμα. Στο φως της φλόγας φάνηκαν τα αποτυπώματα από δύο μικρά γυναικεία παπούτσια. Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους εκεί. Σιγά σιγά ο σωματοφύλακας ακολουθούσε τα βήματα που διαγράφονταν από αίμα μέχρι που χάθηκαν σε κάπόιο παρτέρι. "Βλέπετε" συνέχισε ο σωματοφύλακας "κάπου μέσα στο παλάτι υπάρχει μια κοπέλα, οπλισμένη αν κρίνω από την απουσία του σπαθιού του Φρανκ, που έχει δει τι ακριβώς συνέβει εδώ και μπορεί να μας δώσει πληροφορίες. Δεν χρειάζεται να σας τονίσω πόσο επιτακτική είναι η εύρεση αυτής της κοπέλας πριν την βρουν οι ασσασίνοι."
Ο λοχίας είχε εντυπωσιαστεί από την παρατηρητικότητα και την αναλυτική σκέψη του σωματοφύλακα "και τώρα τι κάνουμε" ρώτησε με αγωνία.
"Αυτός ο Φράνκ ήταν φίλος σας;"
"Όλων των στρατιωτών εδώ... είμαστε μαζί από την ακαδημία. Μάλιστα θυμάμαι που μας έλεγε οτι ήταν ερωτευμένος με" ο λοχίας κόμπιασε "με την ανηψιά του δούκα της Ορλεάνης. Ω! Θεε μου"
"Βρείτε την, βρείτε την και προστατέψτε την με κάθε τίμημα. Ύστερα φέρτε την στα δωμάτια των σωματοφυλάκων στο παλάτι. Ακόμα και με το ζόρι αν χρειαστεί."
"Μάλιστα κύριε" ο λοχίας χαιρέτησε στρατιωτικά και με ένα νεύμα πήρε την ομάδα του και έτρεξαν στο κατόπι των βημάτων.
Ο δούκας της Ορλεάνης κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι του σε ένα από τα πολυτελή δωμάτια του παλατιού. Όντας μέλος της αυλής του βασιλιά για πάνω απο πέντε χρόνια είχε κερδίσει την εύνοια του και με αυτήν δύναμη, χρήματα και διασυνδέσεις ανάμεσα στους ευγενείς. Σχεδόν ότι κι αν έβαζε στο μυαλό του μπορούσε να το πετύχει, άλλοτε φανερά και όποτε χρειαζόταν με υπόγειους τρόπους. Οι δε δεύτεροι ήταν το δυνατό του σημείο, όλοι γνώριζαν οτι η αντιπαράθεση με τον δούκα της Ορλεάνης συνήθως έληγε με ένα μαχαίρι στην πλάτη και γι αυτό παρά το προχωρημένο της ηλικίας του προκαλούσε τον σεβασμό ή μάλλον τον φόβο σε εχθρούς και φίλους.
Στην άλλη μεριά του δωματίου, ένα μονό κρεβάτι όπου κοιμόταν η ανιψιά του έστεκε άδειο, όπως και πολλές νύχτες τον τελευταίο καιρό. Φυσικά δεν χρειαζόταν να ανησυχεί γι αυτό, το θέμα είχε πιθανότατα ήδη κανονιστεί.
Ήταν προχωρημένη ώρα όταν η πόρτα άνοιξε και ο δούκας πετάχτηκε όρθιος όχι τόσο από τον θόρυβο όσο από την θέα της ανιψιάς του που αντίκρισε, ήταν όμως αρκετά έξυπνος για να το κρύψει.
"Καλώς την" μίλησε με καλοσυνάτη φωνή, μόνο και μόνο για να αντικρίσει το άγριο βλέμμα της κοπέλας "που ήσουν πάλι τόσο αργά;" συνέχισε στον συνηθισμένο του τόνο αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Προσποιούμενος οτι δεν είχε λάβει το μήνυμα της σιωπής γύρισε πλευρό δήθεν για να ξανακοιμηθεί και πέρασε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι. "Πέσε για ύπνο τώρα" την συμβούλεψε, "όπου κι αν ήσουν θα πρέπει να είσαι κουρασμένη".
Η κοπέλα σχεδόν δεν άκουσε τι έλεγε ο θείος της. Όταν αυτός γύρισε πλευρό αυτή εμφάνισε το ξίφος που έκρυβε στο μακρύ ύφασμα του αέρινου λευκού φορέματός της που τόσες φορές ήταν το μόνο που χώριζε το άγγιγμα του Φράνκ από το δέρμα της καθώς αυτός περνούσε το χέρι του στην μέση της όταν χόρευαν ή όταν περπατούσαν δίπλα δίπλα. Στη σκέψη αυτή, τυφλωμένη από οργή και δίψα για εκδίκηση άφησε μια κραυγή μεταξύ λυγμού και ιαχής και επιτέθηκε στο ανυπεράσπιστο σώμα του θείου της.
Ο δούκας περίμενε αυτή την επίθεση. Όταν άκουσε την κοπέλα να τρέχει κατά πάνω του γύρισε αμέσως και στο χέρι του τώρα υπήρχε ένα δηλητηριασμένο στιλέτο που φυλούσε κάτω από το μαξιλάρι. Έτοιμο πάντα να βυθιστεί στην σάρκα οποιουδήποτε προσπαθούσε να τον σκοτώσει στον ύπνο του. Η ανιψιά του με την φόρα που είχε δεν πρόλαβε να σταματήσει και κάρφωσε το ξίφος της στο άδειο μέρος του στρώματος ελευθερώνοντας κάποια από τα σίγουρα πανάκριβα πούπουλα χήνας που ο θείος της προτιμούσε. Διαπιστώνοντας την αποτυχία της και με την οργή της αναζωπυρωμένη έκανε να τραβήξει το σπαθί για να ξαναπροσπαθήσει αλλά μια σουβλιά στο χέρι της την σταμάτησε.
Ο γέρος θείος της ήταν πάντα προετοιμασμένος για την μέρα που κάποιος θα επιστράτευε τις ίδιες τις μεθόδους του για να τον σκοτώσει και με γρηγοράδα είχε καρφώσει την θανατηφόρα λεπίδα στο χέρι της ανιψιάς του, ελπίζοντας πως το δηλητήριο θα πετύχαινε σ'αυτό που προφανώς ο ασσασίνος είχε αποτύχει.
Με μια κραυγή πόνου η κοπέλα άφησε το σπαθί και τράβηξε έξω την λαβή του στιλέτου, ξαφνικά ένιωσε το χέρι της στο σημείο της πληγής να καίει. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει και ένιωσε ξαφνικά μια έντονη ζαλάδα. Τα βλέφαρά της ήθελαν να κλείσουν και μπερδεμένη κοίταξε δεξιά και αριστερά. Και τότε αντίκρισε το γέρικο πρόσωπο του δούκα που τώρα είχε πάρει μια χαιρέκακη έκφραση βέβαιος πια πως είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Με μιας συνήλθε και παρά τον πόνο, με όλη της την δύναμη έπιασε τον υπαίτιο για τον θάνατο του Φρανκ από τον λαιμό. Η οργή της εναντίον του ήταν τόσο μεγάλη που το δηλητήριο δεν μπορούσε να την κάμψει.
Στα μάτια του ο δούκας της Ορλεάνης δεν έβλεπε πια την ανιψιά του, το τρέξιμο και η πάλη μαζί του είχαν ελευθερώσει τα μαλλιά της που τώρα πλαισίωναν το πρόσωπο της, άγρια και απειλητικά σαν την χαίτη του λιονταριού. Όχι δεν ήταν η ανιψιά του εκεί, ήταν μια λέαινα με παγερά μάτια που στο βάθος τους το μόνο που έβλεπε ξεκάθαρα ο δούκας ήταν ο θάνατός του. Δεν προσπάθησε να ελευθερωθεί από την λαβή της, ήξερε άλλωστε πως θα ήταν μάταιο. Μόνο την κοιτούσε στα μάτια μέχρι το γαλάζιο τους να γίνει λίμνη και τα βλέφαρα όχθη και η κόρη βαρκάρης.
Τότε και μόνο τότε, όταν ο θείος της δεν ανέπνεε πια ελευθέρωσε τον λαιμό του η κοπέλα. Και ύστερα κατέρρευσε από το δηλητήριο που ρουφούσε την ζωή από τις φλέβες της.
Σε αυτή την κατάσταση τους βρήκαν οι φρουροί του λοχία όταν άνοιξαν την πόρτα.
"Λοχία, η κοπέλα είναι ζωντανή αλλά χαροπαλεύει."
"Γρήγορα, μην στέκεστε πρέπει να την πάμε στα δωμάτια των σωματοφυλάκων. Γρήγορα!"
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|