| Σε έκλεινε
μέσα σε κιτάπια σφαλιστά
με γράμματα πορφυρά
στα Φώτα της καρδιάς,
θαρρείς άνοιγαν πληγές
και έραιναν τα γραπτά,
μεστωμένες στάλισες
από δακροσταλακτίτες,
θάμπη θωριά,
όταν η πονεμένη της ματιά,
κατορθώνει να ονειρεύεται,
και να μεταφράζει,
τα μάτια σου,
στο αστροφως του ουρανού,
πριν την αυγή,
πριν ο μορφέας την κρατήσει,
μοιάζει ελπιδοφόρα,
ονειρεμένη οπτασία.
Σε γνώρισε,
όταν της έδειξες εσένα,
σε ζωντανά γραπτά,
που χες παρατημένα
και κείνη σε ξεσκόνισε,
σ αγκάλιασε απαλά,
σαν μικρό παιδί,
που ποθούσες αγκαλιά,
την δική της μονάχα
και ακόμα εκεί, αγωνιάς,
στην δική της την μάτια
και με ένα της φιλί θαρρείς
θα σ αναστήσει στη στιγμή
και ότι σ έσβησε,
φως θα πάρει
και χρώμα ζωής.
Την αντάμωνες,
σε δάση φωτεινά,
να κάθετε στο πάρκο
και να μιλά σε παιδιά
και η χροιά της μαγική,
για εσένα να μιλά,
για τα δικά σου τα γραπτά,
του έρωτα και της καρδιάς
και ο κόσμος που περνούσε,
στεκόταν να χαζέψει
την τόση ομορφιά
που βγάζει η λαλιά
και οι ψυχούλες των παιδιών,
σε πλημμυρίζανε χαρά
και η ματιά σου γέμιζε
σταγόνες από αγάπη
σαν κοίταζε εσένα
γιατί έμαθε να σε διαβάζει
και αχόρταγα την λαχταράς,
ασυμβίβαστε ονειροπαραβατη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|