| [align=center][I]Στην αγορά αυτή πως δείλιασα να πάω,
ήταν η πρώτη μου φορά ομολογώ αλήθεια.
Ποτέ μου δεν τ' αγάπησα,
μιλάω από συνήθεια,
ζωή και θάνατο μαζί δεν ξέρω να αγαπάω.
Η μάνα μου μ' έμαθε τι πρέπει ν' αποφύγω
και ο πατέρας μου σιμά εκεί τι ν' αγοράσω.
Και οδοιπόρους κι ασθενείς
αν τύχω, να κεράσω
όσα μου έδωσαν μαζί να έχω πριν να φύγω.
Στην αγορά αυτή δε βιάστηκα να φθάσω,
ο φόβος με κυρίευσε το τι θα συναντήσω.
Μικρός ήμουν και άμαθος,
πώς ήθος να ποιήσω,
συνέχεια τα χρήματα φοβόμουν μήπως χάσω.
Νόμιζα τάχα πως μπορώ να ζήσω το ταξείδι,
πως μόνο η διαδρομή αξίζει όσο κι όσο.
Την εμπειρία της ζωής
στους ώμους να φορτώσω,
βιώματα να βρίσκονται στα χόρτα μου το ξίδι.
Το είχε πει από καιρό ο ποιητής Καβάφης
μα είναι ψέμμα μέγιστο σαν του μωρού το κλάμα.
Κι εάν για λίγο πίστεψα
πως θα συμβεί το θάμα,
τα όνειρα μού έγιναν μπουρδέλα μου στη Βάθης.
Στην αγορά που έφτασα, μου γυάλισαν τα μάθια
που διόλου δεν απάντησα χρυσαφικά και δώρα.
Μήτε μπαχαρικά κι αρώματα
απ' Ανατολής τη χώρα,
μήτε και ζώα και σφαγιά, και φρούτα σε καλάθια.
Μήτε ζωή σου δίνανε, τον έρωτα με πάθος,
μήτε το θάνατο − αν θες − σου έδιναν με δόλο.
Μα πάγκοι υπήρχανε πολλοί
που στέκονταν στο μόλο,
για λίγο θάρρησα πως ήμουν σε έναν τόπο λάθος.
Μα είδα πρόσωπα γνωστά που κάτι μου θυμίζαν,
πρόσωπα που πέρασαν προτού να ξεκινήσω.
Μαζί τους σαν με κάλεσαν
να πάω να δειπνήσω,
σκέψεις αεροφύσημα στο νου μου τριγυρίζαν.
Αφού δε βρέθηκε ουδείς ποτέ να μου θυμίσει
πως ό,τι πίσω μου άφησα, εμπρός μου θα το βρω.
Λεφτά αυτοί δεν παίρνανε,
φράγκα, δραχμές, ευρώ,
πως θα 'θελα η αγορά αυτή να είχε κλείσει.
Σε άλλη κι αν ζούσα πλάση, τη μοίρα μου θα όριζα
χωρίς ντροπή, χωρίς ψυχή, χωρίς καμμιά αιδώ −
ξένος σε σώμα ξένου −
την αγορά αυτή εδώ
θα μάτωνα, θα πέθαινα ποτέ να μη τη γνώριζα.[/I][/align]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|