|
Αχ να σου σκάρωνα ένα παραμύθι
για κάποιον που ανέβαζε μυρωδικούς πορτοκαλεώνες
σ’ ενός Σχολάριου τη λαλιά
Την ώρα που οι αυλές μας παραμένουν κλειστές
Την ώρα που λησμονεί κανείς
μια χειρονομία τόσο σημαντική
όσο ο ύπνος ενός μωρού
Αδιάφορο το πού, το πότε και το ποιός
Ένα παραμύθι,
για κάποιον που φέρνει πλάτη την πραγματικότητα
και τη γυρίζει σε παραμυθία
μέσω μιας προφορικής λαλιάς
απείρως πιο εκλεπτυσμένης και από τον πιο δόκιμο λόγο
Για έναν ανθώνα σου μιλώ
για ένα ματσάκι λέξεις
που βρίσκει στη χαραμάδα καλοσύνη
και σκαρώνει ζωή
Για το πρωτοβρόχι που σαρώνει μια παραλία
ξεχασμένη στον Αύγουστο
Για ένα αναπάντεχο θέρος
Υπάρχουν άνθρωποι
που δεν γνώρισαν ποτέ τη συμπάθεια των άλλων
μονάχα τον έρωτα και το φθόνο
τέτοια υψηλή η αποστολή τους
Nα γεννούσε ο πλούτος της Φλωρεντίας
στη θέση της συναλλαγματικής
τη ψυχική ομορφιά
Να στηρίζονταν ο φεουδαλισμός
στη φιλοτεχνία
Να επεξεργάζονταν σιωπηλά
στα σκοτεινά δωμάτια
όχι την ενδεχόμενη κιβδηλεία των νομισμάτων
αλλά τη δυνατότητα να κοπεί μια μονέδα ομορφιάς
Ίσως τότε ο καθένας να έπαιρνε το κάτι τι του
Για τα ζουμπούλια την Άνοιξη σου μιλώ
απ’ την πατρίδα τους τη Μικρασία
Μας χρειάζεται επειγόντως μια επιστροφή στη δικαιοσύνη του τοπίου
Πώς αλλιώς να στο πω
Καλοκαίρι
κάτω απ’ τη γέρικη συκιά
να μην μπορείς να πατήσεις στο πλατύσκαλο με γυμνά πόδια
Καλοκαίρι, έμφορτο τερετισμούς και βόμβους
μισή ώρα ποδαρόδρομος μέχρι το λιμάνι
γι ανταμοιβή η αταραξία των νερών του
Καλοκαίρι, πιτσιρίκος με μια πετονιά στο χέρι
ένας ολόκληρος τόπος να βυθίζεται στα μεσημέρια του
Χρόνια μετά ανάβω τσιγάρο
ακολουθώ το σχήμα των βράχων
αφουγκράζομαι τη γλώσσα της θάλασσας
Έτσι αντιμέτωπο με την ηγεμονία των αισθήσεων
μου κλέβει τον καπνό ο σορόκος
Μια καλοσύνη που να σου κόβεται η ανάσα
Και μετά ο δρόμος της επιστροφής
από τότε που ασφαλτοστρώθηκε
κι ανάβουν τα μέσα του
έγινε ισότιμο μέλος των αναμνήσεών μου
Μέχρι το δασάκι με τα πεύκα
και πάντα μια ανηφόρα
όσο χρειάζεται για να ζωηρεύει η προσμονή του σπιτιού
Kάτι θα ήξεραν και φτιάχναν τα σπίτια τους ψηλά
έτσι για να εξάπτουν τις αισθήσεις
Τώρα κατέβηκαν στην παραλία
χτίζουν διώροφα με πλάκα για μελλοντικές προσδοκίες
Και το καλοκαίρι να επιμένει
ιχθυοφόρο κι ευθαλές
περιαυγές και ηλιόβλητο
ένα γιορντάνι από πευκοβελόνες
μια γυμνοβασία στους βράχους
μια έκχυτος κόμη
Αχ να σου σκάρωνα ένα παραμύθι
για τη δεκαοκτούρα και τ’ αδέλφια της
Για τον Γκιώνη
Για τους καραβοκυραίους
που μίσθωναν παραμυθάδες να ψυχαγωγούν το πλήρωμα
Για το κρασί
που όταν αρχίζει η ζύμωση παίρνει ό,τι υπάρχει στον αέρα
Για τους πιτσιρικάδες που ονειρεύονται
Γι αυτούς ειδικά
Μια καλοσύνη που να σου κόβεται η ανάσα
Ο άνθρωπος δεν είναι αμυγδαλιά ν’ ανθίζει πριν την ώρα του
άγνωστο γιατί
προίκα του δόθηκε
νά ’ναι και έντομο, νά ’ναι και νέκταρ
νά ’ναι και σπορέας, νά ’ναι και θεριστής
Κι έτσι που αμβλύνονται οι απαιτήσεις
άλλο δε μένει
παρά ν’ ατονούν κι οι προσφορές
Μας χρειάζεται επειγόντως μια επιστροφή στη δικαιοσύνη του τοπίου
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|