| Ξύπνησε και ένα όνειρο ήταν πάλι μέσα της…
Χωρίς να κάνει τον κόπο ν’ ανοίξει τα μάτια… δεν μπορούσε… ένιωθε μόνο μια γλυκιά θύμηση… ένα πρωί αλλιώτικο απ’ τα υπόλοιπα…
Κάποτε μία γριά… από κείνες τις παλιές με τα κουρασμένα μάτια και τα ροζιασμένα χέρια… τα ξεβαμμένα πρόχειρα ρούχα, που έπινε καφέ στην αυλίτσα, μπροστα στη σιδερένια πόρτα και αγνάντευε τα ρημαγμένα απ’ την εγκατάλειψη χωράφια… της είχε πει… "μέσα μας παράδεισος και κόλαση κόρη μου… μέσα μας το πριν και το μετά και το τώρα… η λευτεριά μας… και του καθενός… και το πως τη διαχειρίζεται κανείς… όλα εκεί μπορείs να τα δεις… σ’ αυτά τα μάτια στον καθρέφτη… και μες στα ξένα μάτια ακόμα… στα μάτια του κόσμου…"
Το σκεφτόταν με τα μάτια σφαλισμένα σφιχτά ακόμα… μέσα της ένας πόνος… δίπλα του άλλος ένας… ίσως ίδιος…
…η σιωπή, σκέφτηκε, ακόμα πιο φωναχτή από τα λόγια… ακόμα κι απ’ τη βροχή που πέφτει πάνω στα φύλλα των δέντρων… σου ψιθυρίζει… σου γελάει ακόμα καμιά φορά… άλλοτε κλαίει…
Θυμάται πάλι τη γριά… "κοίτα τα δέντρα," είχε πει… "νομίζεις πως αναρωτήθηκαν ποτέ τι είναι;" "Όχι, απλά είναι… μη νιώθεις θλίψη… " αυτό της είχε πει… "για κάτι που δε γίνεται να αλλάξεις… αύριο, όταν τελειώσουν οι βροχές… τα δέντρα θα χαμογελάσουν ξανά… όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου πέσουν πάλι πάνω τους…"
Με μια αίσθηση απώλειας, για κείνο το όνειρο που είχε αρχίσει ήδη να ξεχνάει… άνοιξε τα μάτια με κόπο… σηκώθηκε… στα χέρια της ένα τσιγάρο και μια κούπα με αχνιστό καφέ… ένας αναστεναγμός μέσα της… γύρω της… κοντά της και μακριά της… ακούμπησε τα χείλη στο φλιτζάνι… χαμογέλασε… καλημέρα, είπε στον εαυτό της… καλημέρα…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|