| Εκεί που πίναμε ρακί με κάποιο γεροντάκι
μου πέταξε μια ορμηνειά ,το νου μου να παιδεύω.
Αφτί ποτέ να μη βάζω στα λόγια του κοσμάκι
και σ΄ότι βλέπω στα μισά μονάχα να πιστεύω!!
Τον κοίταξα περίεργα κι είπα στο λογισμό μου
μουρλάθηκε ο κακόμοιρος θάναι απ ΄τα γηρατειά.
Φαίνεται πως κατάλαβε αυτός τον λογισμό μου
κατέβασε άλλη μια κοφτή κια μούπε σοβαρά
Βλέπεις που χρόνια ογδόντα δυό στη ράχη κουβαλώ;
Ν΄ακούσεις πρώτα κι ύστερα μονάχα να με κρίνεις
έμαθα τες κουβέντες μου πάντα να τες μετρώ
κι άκου να δείς τι μούλαχε μεσ΄ τα στενά της Σμύρνης
Ήταν πριν τη καταστροφή πριν το εικοσιδυό
ήμουνα νιός κι ως γίνεται αγάπησα κι εγώ
μια κόρη σαν το κρύο νερό χρονών δεκαοχτώ
εκείνη δεν το γνώριζε, το είχα μυστικό
Ήταν ψηλή και λυγερή ως κάτω τα μαλιά της
είχε θωριά σαν αστραπή κυπαρισσένιο μπόϊ
το μόνο που σκεφτόμουνα ήταν η αγκαλιά της
δεν μ΄ένοιαζε αν δεν ήτανε απο μεγάλο σόϊ
Έπαιρνα το κατόπι της και μ΄άρεσκε ωστόσο
να την εβλέπω λυγιστή και να την καμαρώνω
έψαχνα νάβρω αφορμή να τη κοντοζυγώνω
τον έρωτα μου τον κρυφό να της τον φανερώνω
Μια μέρα ως την ακλούθαγα καί χάζευα συνάμα
την έχασα απ΄τα μάτια μου, δεν μούχε ξανατύχει
τα είχα βάλει μετά με, λίγο να μούρθει κλάμα
κι είπα στο σπίτι να στραφώ αφού δεν είχα τύχη
Είπα πάει, την έχασα, δεν ήτανε μοιραίο..
επερπατούσα σκεφτικός και δίχως να το θέλω
πεσ όμως ότι το΄θελα μα πες το και τυχαίο
ευρέθηκα να περπατώ στο δρόμο των μπουρδέλλων
Και μέσα απ΄τες μισόκλειστες τες πόρτες της ντροπής
οι σκρόφες μού΄ριχναν ματιές με υπόσχεσες πολλές
με ζάλιζαν τα ημίγυμνα κορμιά της ηδονής
κι΄όλες μου τες αμαρτωλές ένοιωθα ενοχές
Από τον πόθο έλυωνα το είχαν καταλάβει
τα στήθεια και τες γάμπες τους μου δέιχνανε με νάζι
ντρτεπόμουν μα δε μ΄ένοιαζε, με είχε συνεπάρει
η παραζάλη του γυμνού, θα ήμουνα για χάζι!!
Κι εκεί που φανταζόμουνα πως ήμουν ξαπλωμένος
ανάμεσα στα πόδια τους και στα μεγάλα στήθεια
την είδα εκείνη ξαπλωτή!! έμεινα σβολωμένος
έχασα χρώμα και μιλιά όμως καμιά βοήθεια
Περπάτησα πιο γρήγορα ,να φύγω, δε μπορούσα
την είδα με τα μάτια μου δεν μου το είπε άλλος
μες το μπουρδέλλο ξαπλωτή εκείνη π΄΄ αγαπούσα!!
κι ο πόνος μου έγινε μαθές ακόμα πιο μεγάλος
Για μια στιγμή μου πέρασε πίσω για να γυρίσω
να ξαναδώ μη λάθευα, μην ήταν οπτασία
δυό σκρόφες την κρατούσανε κι όσπου να καταλάβω
σε μι΄άμαξα τη βάλανε την παίρνανε με βία
Ελέγαν πως στραμπούληγμα θα ήτανε μικρό
πούχε γλιστρίσει κι έπεσε και την περιμαζέψαν
μέχρι να έρθει η άμαξα να πάει στο γιατρό
την είχαν βάλει κι΄έκατσε για λίγο την φιλέψαν
Ελάθεψα που πρόστυχα είχα σκεφτεί ,όμως να μας!
άστα να πάνε φίλε μου μου λέει στα κομμάτια
τι τα σκαλίζεις τα κουφά, άϊντε στην υγειά μας
αφού με ξεγελάσανε τα ίδια μου τα μάτια
Εκέι που πίναμε ρακί με κάποιο γεροντάκι
μου πέταξε μια ορμηνειά το νού μου να παιδεύω
αφτί ποτέ να μη βάζω στα λόγια του κοσμάκι
και σ΄ότι ΄βλέπω στα μισά μονάχα να πιστεύω...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|