| Υπόνομος περνάει κάτω από τα πόδια μου σαν άλλος κόσμος σκοτεινός/
Βράδυ, βραδάκι και το σκοτεινό σοκάκι της Πλάκας μου μαρτυρά το γεγονός/
Πως το μυαλό μου και η ψυχή μου είναι ο αστικός, μοναστικός πλοηγός/
Ανοίγω το καπάκι, λοιπόν και κατεβαίνω μέσα στου υπονόμου το φως/
Άγγελοι με φτερά αρουραίου με υποδέχονται εκεί βαθιά και γάργαρα εντός/
Τι περίεργο αυτό το όνειρο να μην με διώχνει ξύπνιο και εκτός/
Πέτρες, ακαθαρσίες και λάφυρα από σκουπίδια είναι μια ζούγκλα χωρίς φως/
Ιστοί αράχνης με τυλίγουν ενώ οι συνοδοί μου γρυλίζουνε εμπρός/
Έμπλεξα, αλλά, χαίρομαι γιατί θέλω περιπέτεια, βλέπετε δεν είμαι αγνός/
Ξαφνικά περνάει από δίπλα μου και ένας γνωστός πολιτικός/
Μυρίζει τόσο άσχημα που τον κατάλαβα χωρίς να χρειαστεί φακός/
Είναι φαρδύς, είναι πλατύς, είναι βλάκας και χοντρός/
Πλαστικές σημαίες μασουλάει και αφοδεύει συνεχώς/
Δεν του χρειάζεται καμία ψήφος παρά ένας εξαιρετικός γιατρός/
Γιατί είναι γεμάτος μικρόβια θυελλώδη σαν σάπιος σολομός/
Ενώ δεν του καίγεται καρφί για το τι έλεγε και τι πίστευε ο μεγάλος Σολωμός/
Κάθεται σε μεγάλη αστραφτερή καρέκλα σαν τρελός γκρεμός/
Και το μυαλό του είναι σκέτος καφές κακός, πικρός και τρομερός/
Στην ζωή του δεν έκανε τίποτε, περιμένοντας σαν την τρελή Χιονάτη πως και πως/
Να μπει μέσα στην Βουλή και να γίνει ακόμη πιο χοντρός/
Τον αισθάνομαι δίπλα μου και είναι απύθμενα ποταπός/
Εκμεταλλεύεται τον συνάνθρωπό του σαν τύραννος σωστός/
Εγωιστής απίστευτος που αισθάνεται αστρονομικά και νομικά σημαντικός/
Τους νόμους αυτός τους γράφει σαν αυτοκράτωρ σχιζοφρενικός/
Μαζεύει φόρους σαν σούπερμαν εφοριακός/
Μονάχα από τους εργάτες όμως γιατί ο βιομήχανος φίλε είναι κολλητός/
Ο υπόνομος μυρίζει και αυτός είναι ο σημαιοφόρος ο πιο βρωμερός/
Το μυαλό μου γυρίζει και τα ρουθούνια μου με εκλιπαρούν για λίγο αρωματικό φως/
Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω την σιλουέτα μέσα στην οποία κρύβεται ο σκοτεινός πολιτικός/
Δεν φωνάζω, δεν μιλάω, πιάνω τις μεταλλικές λαβές του τοίχου και ανεβαίνω προς το φως/
Ιδρώνω, σφαδάζω, τρέμω μια σφαίρα καρφώθηκε στην πλάτη μου σαν αιώνιος λυγμός/
Η Πτώση με αγκαλιάζει σαν συνετός σφυγμός, πέφτω στα βρομόνερα μέσα και δίπλα μου ο πολιτικός/
‘Πριν από λίγο με ψήφισες και τώρα σε ανταμείβω όπως ανταμείβει ο υπόνομος ο σωστός/
Ότι και να κάνεις, όσο θα με ψηφίζεις θα είσαι μια για πάντα ένας αυτοκαταστροφικός θνητός…’/
Και πριν τα λόγια του τελειώσει η ζωή έγινε υπόνομος και εγώ ο σύζυγός της ο λαβωμένος ρομαντικός…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|