Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132737 Τραγούδια, 271227 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Οι ώρες της σιωπής
 Εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που γνώρισα, παιδί σαν ήμουν, στο χωριό που μεγάλωσα... Εκείνη ζει ακόμα μόνη μα εύχομαι να μπορέσει να βρει εκείνον που αγάπησε, έστω κι αν είναι στο στερνό της το ταξίδι... Την καλημέρα μου σε όλους...
 
Βαριά τα σύννεφα, σκοτεινιά, πιότερο με σούρουπο έμοιαζε κι όχι με πρωινό. Τσουχτερό το κρύο σήμερα, χιόνια πολλά στα ορεινά προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι και, κατά πως φαίνεται, θα βγαίναν αληθινοί.

Το σπίτι πλάι στο δρόμο είχε τα παραθυρόφυλλα κλειστά ακόμα. Παλιά ξύλινα παραθυρόφυλλα, σε χρώμα γαλανό, ξεθωριασμένο απ' τον καιρό, μπλέ σκούρο θα 'ταν κάποτε θαρρώ. Μεγάλο σπίτι, αρχοντικό, μα γέρικο και σχεδόν εγκαταλελειμένο πια.

Παιδιά στα πεζοδρόμια, τυλιγμένα σε παλτά και σε κασκόλ, με βήματα γοργά στα σχολειά τους πήγαιναν. Όλα τα σχολεία στην ίδια κατεύθυνση, όλα τα παιδιά μπροστά από το σπίτι πέρναγαν, κάθε μέρα, χρόνια και χρόνια.

Λίγα μέτρα πιο πέρα η εκκλησία του χωριού, εκεί τελούσαν τα μυστήριά τους οι κάτοικοι, γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες, χαρές και λύπες, όλα εκεί. Και η καμπάνα να χτυπά κάθε μια ώρα μετρώντας το χρόνο που έφευγε και πίσω δε γύριζε ποτέ.

Μέσα στο σπίτι μια γυναίκα, ντυμένη τη νυχτικιά της, έψηνε καφέ ελληνικό σ' ένα γκαζάκι κι ετοίμαζε ένα πιατάκι με βουτήματα που η ίδια είχε φτιάξει. Ο καφές άχνιζε στο μπρίκι και σαν φούσκωσε πήρε τη θέση του σ' ένα μικρό φλιτζανάκι όπως κάθε πρωί. Η γυναίκα πήρε το φλιτζάνι και, μαζί με τα βουτήματα, το ακούμπησε στα τραπέζι που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο κι έπειτα άνοιξε τα παραθυρόφυλλα να μπει φως στο δωμάτιο.

Ο δρόμος γεμάτος αυτοκίνητα, φασαρία πολλή, μα δεν την ενοχλούσε πια, είχε συνηθίσει. Ίσως και να της άρεσε λιγάκι μιας και του σπιτιού της τη σιωπή δεν άντεχε πλέον.

Ο καφές στο φλιτζάνι τελείωσε, δυο ρουφηξιές όλες κι όλες, η γυναίκα σηκώθηκε, μάζεψε το τραπέζι και ετοιμάστηκε για την καθιερωμένη της ρουτίνα. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα, μαγείρεμα. Το απόγευμα ίσως ερχόταν κάποια φίλη να κεντήσουν παρέα και να μιλήσουν, για τις ζωές των άλλων, ποτέ για τις δικές τους. Αν και, ακόμα κι εκείνες οι φίλες, ολοένα και λιγόστευαν. Έπαιρναν μία μία το δρόμο για το στερνό ταξίδι, εκείνο το ταξίδι που ήξερε πως σύντομα κι εκείνη θα έκανε.

Δε μιλούσε για τη ζωή της συχνά στους άλλους, απέφευγε να θυμάται τα χρόνια που πέρασαν, τα όσα έζησε, μα κυρίως όλα εκείνα που ποτέ δεν κατάφερε να ζήσει. Και όταν καμιά φορά με τις φίλες αναπολούσε τα χρόνια της χαμένης νιότης γρήγορα άλλαζε κουβέντα για να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυα που τα μάτια της πλημμύριζαν.

Της εκκλησίας το ρολόι μετρούσε τις ώρες...
Έντεκα, δώδεκα, μία, ...τρείς.

Σύντομα έφτασε το απόγευμα και μαζί του η κυρα-Κατίνα, ήρθε να δει την καλή της φιλενάδα.

[I]-Μαρία, μέσα είσαι;
-Μέσα είμαι Κατίνα, σε περίμενα, πέρνα...[/I]

Το τραπέζι στρωμένο ξανά, λίγη πορτοκάλαδα και γλυκό του κουταλιού. Χήρα η Κατίνα τα τελευταία δέκα χρόνια, είχε δυο κόρες και πέντε εγγόνια, ο πιο μεγάλος στο πανεπιστημίο ήταν, γιατρός σπούδαζε, η μικρότερη σημαιοφόρος στο σχολείο της, δημοτικό πήγαινε ακόμα, και η Κατίνα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι και όλο για τα κατορθώματά τους μιλούσε. Και η Μαρία κεντούσε αμίλητη και χαμογελούσε συχνά σαν άκουγε τη φιλενάδα της τόσο ευτυχισμένη και περήφανη.

Και το ρολόι μετρούσε τις ώρες...
Πέντε, έξι, επτά, ...εννιά.

Η Κατίνα είχε από ώρα επιστρέψει στο σπίτι και την οικογένειά της αφήνοντας μόνη τη Μαρία. Μόνη, να κεντάει και να σκέφτεται. Τη ζωή που ποτέ δε μπόρεσε να ζήσει.

Το κέντημα άφησε από τα χέρια της και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. Προς το υπνοδωμάτιο κατευθύνθηκε, και ένα κασελάκι ξύλινο, που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι της, πλησίασε. Έσκυψε, το άνοιξε και έμεινε εκεί, να κοιτάει μέσα, όλα όσα τόσα χρόνια φύλαγε σαν θησαυρό κοντά της.

Τα χέρια άπλωσε, έκανε στην άκρη πλεχτά και κεντήματα, φτιαγμένα από εκείνη, για την προίκα της, και μια φωτογραφία ασπρόμαυρη έβγαλε. Ένα ζευγάρι, πιασμένο χέρι με χέρι, απεικόνιζε. Και στο βλέμμα τους μόνο αγάπη μπορούσες ν' αντικρίσεις. Τα μάτια της βούρκωσαν, πήρε τη φωτογραφία και έκατσε στο κρεβάτι.

Ποτέ της δεν έφυγε έξω απ' το χωριό της, ποτέ της δεν ταξίδεψε, ποτέ δεν έκανε παιδιά, ποτέ της δεν παντρεύτηκε. Γεροντοκόρη τη φωνάζαν στο χωριό κι εκείνη πονούσε σαν το άκουγε κι έπειτα στο μυαλό της έφερνε εκείνον, το μόνο άνδρα που ερωτεύθηκε, που αγάπησε, το μόνο άνθρωπο σ' αυτό τον κόσμο που του δόθηκε ολοκληρωτικά, ψυχή και σώμα, και ξέχναγε κάθε πονό.

Οι δυο τους ήταν το ζευγάρι της φωτογραφίας, λίγο πριν εκείνος φύγει για τον πόλεμο, λίγο πριν της υποσχεθεί πως σύντομα μαζί θα ήταν πάλι, θα παντρεύονταν και θα έκαναν πολλά παιδιά, λίγο πριν του δοθεί για πρώτη ...και τελευταία φορά.

Εκείνος έφυγε, η πατρίδα τον καλούσε, μα η σκέψη του πάντα σ' εκείνη ήταν, για κείνη πολεμούσε, για την ελευθερία της, για να μπορούν οι καρποί του έρωτά τους να ζουν σε ένα κόσμο δίχως προστάτες κι αφεντάδες. Για να μπορούν τα όνειρα, που μαζί έκαναν, πραγματικότητα να γίνουν. Και της έγραφε, κάθε μέρα της έγραφε περιγράφοντάς της τις σκληρές συνθήκες στο μέτωπο, τις άγριες εικόνες του πολέμου μα και κάθε του συναίσθημα, κάθε σταγόνα δάκρυ που απ' τα μάτια του κυλούσε όταν, τις νύχτες, ένιωθε την ανάγκη του κορμιού της, τόσο έντονη, το κορμί του να μουδιάζει. Και κάθε γράμμα τέλειωνε πάντα με την ίδια φράση "Μην κλαις Μαρία μου, μη φοβάσαι, σύντομα κοντά σου θα 'μαι, σύντομα..."

Οι μέρες περνούσαν, ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, εκείνη τον ταχυδρόμο περίμενε, κάθε μέρα, για μήνες, με λαχτάρα, και, όταν το γράμμα έφτανε, κλεινόταν στο δωμάτιό της και διάβαζε, ξανά και ξανά, κι εκείνον σκεφτόταν και τα όνειρα που μαζί του έκανε. Ώσπου μια μέρα έπαψε να παίρνει γράμματα. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον ταχυδρόμο μα πάντα η απάντηση αρνητική ήταν.

Κι οι μέρες περνούσαν...
Κι η σιωπή μεγάλωνε...

Ο πόλεμος τελείωσε κάποτε, οι άνδρες του χωριού επέστρεφαν, ο ένας μετά τον άλλο, όχι όμως κι εκείνος. Έψαχνε καιρό πολύ να μάθει τι απέγινε μα κανείς δε γνωρίζε τίποτα για την τύχη του. Ώσπου έπαψε να ρωτάει. Έμεινε μόνη, στο άδειο της σπίτι, να τον σκέφτεται και να τον περιμένει χωρίς να γίνεται βάρος στους άλλους κάνοντας ερωτήσεις που αναπάντητες θα έμεναν.

Κοίταξε ακόμα μια φορά τη φωτογραφία, "σε περιμένω, ακόμα περιμένω, πάντα περιμένω" ψιθύρισε και ξάπλωσε στο κρεβάτι ακουμπώντας τη δίπλα στο προσκέφαλό της. Τα μάτια έκλεισε κι αποκοιμήθηκε.

Σκοτάδι κι ησυχία τύλιξαν το γέρικο κορμί της όταν ξαφνικά μια φωνή διέκοψε τον ύπνο της.

[I]-Μαρία... Μαρία μου...[/I]

Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, τα μάτια άνοιξε και τον είδε. Στεκόταν εκεί, μπροστά της, τυλιγμένος στο φως, νέος και όμορφος, όπως ακριβώς ήταν τη μέρα που την άφησε, την τελευταία φορά που τον είδε.

[I]-Μαρία μου... Ήρθα... Στο είπα πως θα έρθω, θυμάσαι;
-Θυμάμαι αγάπη μου, ναι, θυμάμαι...[/I]

Δάκρυα ξανά γέμισαν τα μάτια της μα ήταν χαράς κι όχι λύπης αυτή τη φορά. Τον κοίταζε με λατρεία, φοβόταν μήπως ήταν απλά ένα όνειρο, μήπως ξυπνήσει και χαθεί για πάντα από κοντά της. Μα εκείνος άπλωσε το χέρι του και της έγνεψε να του δώσει το δίκο της.

-[I]Έλα Μαρία, δε χρειάζεται να περιμένεις πια, είμαι εδώ, μαζί σου... Για πάντα μαζί σου...[/I]

Το χέρι της άπλωσε και το δικό του άγγιξε, το σώμα της ένιωσε δίχως βάρος κανένα, ανάλαφρο, λες κι ήταν νέα ξανά, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και τον αγκάλιασε. Στα μάτια του κοίταζε αδιάκοπα και τα δάκρυα δεν έλεγαν να πάψουν να κυλάνε.

[I]-Μην κλαις Μαρία... μη φοβάσαι... σ' αγαπάω κι είμαι εδώ... μαζί σου...[/I]

Με δύναμη τον έσφιξε στην αγκαλιά της και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του, σ' ένα φιλί που χρόνια περίμενε να νιώσει.

Το χάραμα έφτασε, οι δρόμοι αυτοκίνητα γέμισαν, τα παιδιά ξεκίνησαν ξανά για το σχολείο τους και στο παλιό σπίτι τα παραθυρόφυλλα έμεναν κλειστά.

Της εκκλησίας το ρολόι τις ώρες μέτραγε...
Επτά, οκτώ, εννιά...

Η κυρα-Κατίνα στάθηκε έξω από την πόρτα του παλιού αρχοντικού.

[I]-Μαρία είσαι μέσα; Άνοιξε, θ' αργήσουμε για τη λαϊκή, τίποτα δε θα προλάβουμε πάλι.[/I]

Περίμενε για λίγο ν' ακούσει τη φωνή της φιλενάδας της μα τη σιωπή διαδέχθηκε κι άλλη σιωπή. Χτύπησε την πόρτα και φώναξε ξανά το όνομά της. Μα απάντηση δεν πήρε...

Δίπλα στην πόρτα μια γλάστρα έστεκε, μ' ένα βασιλικό. Εκεί φυλούσε η Μαρία πάντα ένα κλειδί, για ώρα ανάγκης. Η Κατίνα έσκυψε, ανασήκωσε τη γλάστρα τόσο όσο χρειαζόταν για να πιάσει το κλειδί και άνοιξε την πόρτα.

[I]-Μαρία...;[/I]

Ένας φόβος την ψυχή της γέμισε...
Προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο κι εκεί την είδε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, γαλήνια, χαμογελαστή, και στην αγκαλιά της σφιχτά κρατούσε μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία αγκαλιά μ' εκείνον, το μόνο άνδρα που αγάπησε. Και τότε η Κατίνα κατάλαβε...
Την πλησίασε, χάιδεψε τα μαλλιά της κι ένα φιλί απαλά ακούμπησε στο μέτωπό της...

[I]-Ήρθε λοιπόν... δεν περίμενες άδικα Μαρία μου... Καλό σου ταξίδι γλυκιά μου... καλό ταξίδι...[/I]

Και το ρολόι μετρούσε το χρόνο που έφευγε και πίσω δε γύριζε...


[I][B]**http://mantinada-unicorn.blogspot.com/2009/02/blog-post_24.html**[/B][/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 8
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Για σένα Ουρανέ μου
      Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες,Αναμνήσεις & Βιώματα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Της μοναξιάς μου το χρώμα το βλέπεις; Είναι κρυμμένο στα μάτια μου, κοίτα καλά και πες μου...
 
mytilinia
23-02-2009 @ 22:23
πάρα πολύ συγκινητικό...το ότι δεν σου έγραψανα κάποια σχόλια, οφείλεται στο ότι είναι ένα μεγάλο κείμενο...και δύσκολα κάθεται κάποιος να το διαβάσει...δεν ξέρω από που είσαι, μα εγώ είμαι από χωριό...και μου θύμισες εικόνες αυτού...τα παιδιά, ο καφές, τα βουτήματα, το κλειδί στην γλάστρα...γράφεις υπέροχα...ζωντανά, περιγραφικά...γιατί΄δεν δοκιμάζεις να γράψεις ένα βιβλίο, να το πας σε έναν εκδοτικό οίκο...αυτό ξεκίνησα να κάνω και γω...και ότι γίνει, δεν χάνεις τίποτα...πάρα πολύ όμορφο, αληθινά...συνέχισε ::sad.:: ::up.::
mantinada
24-02-2009 @ 06:57
Γεωργία μου,
να σ' ευχαριστήσω για το χρόνο που αφιέρωσες στην ανάγνωση του κειμένου μου.

Μη σε στενοχωρεί όμως η απουσία σχολίων, εμένα δε με ενοχλεί πια. Κάποτε μ' έβαζε σε σκέψεις όλο αυτό, αμφέβαλλα για τον εαυτό μου και για το αν πρέπει να σταματησώ να γράφω το οτιδήποτε.

Πέρασε καιρός από τότε Γεωργία μου και κατάλαβα πως τα σχόλια δεν έχουν πάντα σχέση με το μέγεθος του κειμένου. Έχω γράψει και μικρότερα που όμως δεν είχαν ανταπόκριση εδώ και τα ίδια κείμενα, σε άλλες ιστοσελίδες, απέσπασαν διθυράμβους.

Αυτό που με τον καιρό έχω καταλάβει είναι πως βασικό ρόλο στο σχολιασμό παίζει ο τίτλος (αν είναι πιασάρικος κάτι γίνεται), το nickname με το οποίο υπογράφουμε τα κείμενά μας (φαντάζεσαι να με αποκαλούσαν "μεταξένια" αντί για "mantinada";), καθώς και οι δημόσιες σχέσεις (αν σχολιάζεις θα σε σχολιάσουν, αν όχι μην περιμένεις κάτι).

Η αλήθεια είναι πως δε σχολιάζω συχνά κι αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι οι υποχρεώσεις που στη ζωή μου έχω δε μου αφήνουν αρκετό ελεύθερο χρόνο για να μπορέσω να το κάνω και αυτό. Υπάρχουν άτομα εδώ μέσα τα οποία έχω εκτιμήσει ιδιαίτερα μέσα από όσα δικά τους διαβάζω και το γνωρίζουν.
Δεν έχω όμως πάντα το χρόνο.

Δε με πειράζει όμως, χαίρομαι που υπάρχουν κάποιοι που με διαβάζουν και κάποιοι που δε βαριούνται να σχολιάσουν αυτό που διάβασαν, κι ας είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Σχόλια σαν και το δικό σου είναι που θέλω να διαβάζω, σχόλια που μιλάνε για τα όσα ένα γραπτό σε έκανε να αισθανθείς...

Να είσαι καλά Γεωργία μου,
και να γράφεις...

Καλό σου απόγευμα,
φιλιά...
Νεφελοβάτης
24-02-2009 @ 07:38
Ότι και να πω λίγο θα είναι για το διήγημα σου Μαρία μου…

Οπότε ας προσπαθήσω να περιγράψω συναισθήματα καλύτερα, αισθήσεις..

Μια αίσθηση οικειότητας του τόπου και του χώρου, μια και σε επαρχιακή πόλη μεγάλωσα και έζησα, πριν αναγκαστώ να έρθω σ’ αυτό που «Αθήνα» αποκαλείται..

Αίσθηση του γνώριμου, μα και ενός κόσμου ανθρώπινου..

Που όμως τόσο απάνθρωπα δείχνει να φέρθηκε στη Μαρία της ιστορίας σου..

Τη Δύναμη και την Πίστη της Αγάπης, που προσμένει πάντα ένα θαύμα, κι ας της έχουν μάθει ότι «παρά-λογο» είναι με τις «κοινές» τις λογικές. Μια Αγάπη που φερμένη από τα πέρα είναι, απ’ έναν τόπο που δεν είναι από εδώ, που δεν τον σκιάζουνε τα πρέπει, κι ας φαίνεται να είναι μες του χρόνου τα ποτάμια.. Μα άχρωνη της αγάπης η αίσθηση, σ’ ένα του ονείρου δάσος, που ρολόγια δεν υπάρχουν κατοικεί..

Τον σεβασμό για το μεγαλείο της ψυχής της, μια και μπορεί και χαίρεται με τις χαρές των άλλων, κι ας μην τις έζησε η ίδια..

Η χαρά και η λύτρωση απ’ τη δικαίωση.. Το θαύμα στο τέλος, η Αγάπη που και το θάνατο, και τις παρά του λόγου λογικές του κόσμου τούτου νικά!

Και δάκρυ, πολύ δάκρυ, μα αυτό που την Κάθαρση φέρνει.. Και μια Πίστη, εσωτερική, μια σιγουριά πως όλα μπορούν να γίνουν, πέρα απ’ όσα μας μάθαν..

Ένα χαμόγελο, μια και έτσι θα ήθελα, θα έγραφα το τέλος, έτσι το σκεφτόμουν όταν την ιστορία της μου έλεγες…

Να γράφεις Μαρία μου και να μας ταξιδεύεις.. Μια και τόσο άκοπα, τόσο Αληθινά μπορείς να το κάνεις…

Καλή συνέχεια Θάλασσά μου, και να χαμογελάς…
mantinada
24-02-2009 @ 08:09
Γεμάτη συναισθήματα η ψυχή μου Ουρανέ μου...
Γεμάτη εικόνες και Όνειρα για μια ζωή που λαχταράμε να ζήσουμε...

Και μέσα από αυτά τα Όνειρα, τα συναισθήματα και τις εικόνες, που εμάς τους δυο αφορούν, ιστορίες γεννιούνται με πρωταγωνιστές ανθρώπους που δε μπόρεσαν να επιλέξουν όλα όσα η καρδιά τους πρόσταζε και έμειναν μόνοι, χαμένοι σε αναμνήσεις μελλοντικών ονείρων...

Είμαστε εδώ,
αυτό έχει σημασία,
κι ονειρευόμαστε,
κι όλα τα Όνειρα πραγματικότητα θα γίνουν...

Να είσαι καλά Ουρανέ μου,
καλό μας απόγευμα χαρά μου!
Helene52
24-02-2009 @ 13:17
Τι να πω δεν ξέρω .... με συγκίνησες αφάνταστα ....
Γράφεις με ένα τρόπο που καθηλώνεις τον αναγνώστη που διαβάζει και ρουφάει τις λέξεις του γραπτού σου ....
Α Π Ι Θ Α Ν Ο !!!!
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
mantinada
24-02-2009 @ 14:22
Ελένη μου,
σ' ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου
καθώς και για τα υπέροχα λόγια σου...

Να είσαι καλά,
καλό σου βράδυ!
Celestia
25-02-2009 @ 15:21
Δεν κουραστηκα καθολου να το διαβασω..ισα ισα ......με συνεπηρε και με ταξιδεψε σε ενα αλλο κοσμο αλλοτινο..........
::kiss.:: ::theos.:: ::theos.::
mantinada
26-02-2009 @ 18:36
Ειλικρινά χαίρομαι που σου άρεσε Celestia (και που δε σε κούρασε...).

Να είσαι πάντα καλά,
καλά σου ταξίδια και καλό σου ξημέρωμα ...

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο