| Σαν τάφος έγινε η σιωπή στο απόλυτο σκοτάδι,
μαύρο σαν τον εύαινο κι αυτό εδώ το βράδυ.
Φαντάσματα αιώνια νεκρά, γίναν οι φίλοι,
η θλίψη μου διαπέρασε της σκέψης μου την πύλη.
Σαν φλόγα τρεμοπαίζει μια λάμψη τ' ουρανού,
στο απόλυτο σκοτάδι φέγγει στα έγγατα του νου.
Εκεί που ξεψυχήσανε φιλιά και αναμνήσεις,
εκεί που γεννηθήκανε τα δάκρυα κι οι τύψεις.
Κάθομαι μόνος και 'ρωτώ ξανά τον εαυτό μου,
"Πια άραγε άπονη ζωή διώχνει το θάνατο μου";
Κρατώ στο χέρι μου σχοινί να δέσω στο λαιμό μου
μα αντί για 'μένα κρέμασα το δύστυχο εαυτό μου.
Τι μου φταιξε άραγε αυτός για να τον αφανίσω
αφού τη μαύρη μου ζωή πρέπει να τιμωρήσω!
Και βλέπω τα χαμόγελα των φίλων φαντασμάντων
να χαίρονται που πνίγομαι σε θάλασσα αισθημάτων.
Κάνω τη θλίψη σύμαχο και φίλο τον εχθρό μου,
γιατί αυτός προσφέρθηκε να βρει το θάνατο μου.
Τώρα που οι φίλοι γίνανε εχθροί κι οι εχθροί μου φίλοι,
μπορώ επιτέλους να διαβώ του τάφου μου την πύλη.
Μπορώ εκεί να σ' αγαπώ πρωτού να σε μισήσω,
αντίο να πω στον πόνο μου και πάλι να ευτυχίσω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|