| [color=red][B] Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ[/B][/color]
[B][color=purple]Η μικρή Μαρλίν επισκέφτηκε το αρχοντικό των παππούδων της ένα φθινοπωρινό δειλινό, με συντροφιά την αγαπημένη της γατούλα. Το σπίτι αυτό έμοιαζε με κάστρο, αφού είχε αναρίθμητες εσωτερικές σκάλες που οδηγούσαν στα πάνω δωμάτια.
Η Μαρλίν ήθελε πάντα να εξερευνεί τον κόσμο γύρω της. Άρχισε να νιώθει ασφυκτικά με όλες αυτές τις πολυτέλειες να την περιβάλλουν,τα χρυσά σερβίτσια, τα ακριβοπληρωμένα κάδρα που της πλάκωναν τη ψυχή ,με τα πρόσωπα να την κοιτούν με μάτια σατανικά να την παρακολουθούν και εκείνη με τη φαντασία της να νομίζει ότι κάποιο χέρι θα ξεπεταχθεί να της ξεριζώσει τη μικρή της τη καρδιά. Γύρω της κάπνιζαν με τα πούρα Αβάννας, τονιζόντάς της συνεχώς ότι είναι σπάνια και τα έχουν μόνο οι πλούσιοι. Μα εκείνη σκεφτόταν : " Τόσο ακριβά πληρώνουν τον καπνό που θα τους στείλει στο θάνατο; Δεν θέλω να ξανάρθω εδώ και ας αγαπώ τους παπούδες μου. Δεν μπορώ τη χλιδή τους και την πέτρινη καρδιά τους! Δεν θέλω την κληρονομιά του πλούτου τους, θέλω την αγάπη τους και μόνο"! Μα ποιος την άκουγε; Κάθονταν αναπαυτικά στα βελούδινα σαλόνια τους, καταστρώνοντας σχέδια πως θα επεκτείνουν τα επίγεια παλάτια τους. Η Μαρλίν δεν άντεξε και ανέβηκε κρυφά τη σκάλα να ανακαλύψει το μυστικό του "απαγορευμένου δωματίου" που ήταν πάντα κλειδωμένο και δεν επιτρεπόταν η είσοδος κανενός. Μα ο υπηρέτης του αρχοντικού ξέχασε να βγάλει το κλειδί από την πόρτα και η κοπέλα "άρπαξε την ευκαιρία" και μπήκε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένας περίεργος χώρος,λιτός χωρίς αντικείμενα. Το μόνο που υπήρχε στο κέντρο του τοίχου, ήταν ένας ασπρόμαυρος παλιός πίνακας. Με βήματα αργά, πλησίασε κοντά και με το λεπτό της χέρι άγγιξε το μαύρο τμήμα του πίνακα. Τότε ακούστηκε το σφύριγμα ενός δυνατού ανέμου, μια μαύρη καταχνιά εμφανίστηκε και κοράκια να κράζουν. Μηνύματα θανάτου αντήχησαν στην πληγωμένη της καρδιά. Δεν άντεξε τον ψυχικό πόνο και τράβηξε απότομα το αριστερό της χέρι και το είδε ματωμένο. Άρχισε να κλαίει και να φωνάζει δυνατά. Ακούμπισε με το δεξί της χέρι το άσπρο τμήμα του πίνακα και αμέσως αντίκρυσε στα φοβισμένα της μάτια την άνοιξη, τον ήλιο, τα λουλούδια και τον καταγάλανο ουρανό. Ένωσε τα δυο της χέρια και εκείνα σχημάτισαν ένα υπέρλαμπρο φως .Το ματωμένο της χέρι σταμάτησε να αιμμοραγεί και γιατρεύτηκε.
Η ηλιαχτίδα φώτισε ολόκληρο το δωμάτιο και ο πίνακας έγινε κάτασπρος σαν το βαμβάκι του χωραφιού.
Η Μαρλίν έβγαλε από το τσαντάκι της το μαγικό της πινέλο και με τα χρώματα της καρδιάς της, ζωγράφισε έναν πελώριο ανθισμένο κήπο με πολύχρωμες πεταλούδες και εργατικές μέλισσες, στολίζοντάς τον με ως τελευταία πινελιά το δακρυσμένο της χαμόγελο. Εκείνο θα πότιζε τον κήπο της και θα τον διατηρούσε φωτεινό. Με ένα θόρυβο εκκωφαντικό, διελύθηκαν οι τοίχοι και χαλάσματα δεν υπήρχαν πουθενά. Ερχόμενη η ελπίδα μέσα της, πραγματοποίησε τη λουλουδένια της ζωγραφιά, μεταφέροντάς την στην πραγματικότητα. Φεύγοντας η Μαρλίν, άνοιξε την πόρτα, πέταξε το κλειδί και η ειρήνη, η αγάπη και η χαρά πλημμύρισαν το εγκαταλελειμμένο και "άδειο" αρχοντικό.[/color][/B]
[color=fuchsia][B]Ο κόσμος μέσα από τα καστανά μου μάτια.
Ελευθερία 23 ετών[/B][/color]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 9 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|