|
| Quasimodo_γράμμα στη μητέρα | | | Προσωπική μετάφραση από τα ιταλικά | | Salvatore QUASIMODO / Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (1901 – 1968)
Βραβείο Νόμπελ: 1959
[B]Γράμμα στη μητέρα[/B]
Πολυαγαπημένη μητέρα, τώρα κατεβαίνουν οι αντάρες,
o Ναβίλιο χτυπάει μουντά τά φράγματα,
τα δέντρα φουσκόνουν νερό, το χιόνι τα καίει˙
δεν έιμαι λυπημένος στο Βορρά : δε μόνοιασα ακόμα
με τον εαυτό μου αλλά ούτε περιμένω
να με συγχορέσει κανείς, πολοί, μάλιστα, μού χροστάνε δάκρυα
από άντρα σε άντρα. Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, ότι ζείς
όπως όλες οι μητέρς των ποιητών, φτωχιά
και σωστή στο μέτρο της αγάπης σου
για τα παιδιά που είναι αλάργα. Τώρα εγώ είμ’εκείνος
που σου γράφει. Επιτέλους, θα πείς, δυο αράδες
από κείνο το παιδί πού έφυγε νύχτα με κοντό πανωφόρι
και μερικούς στίχους στη τζέπη. Το καημένο, τόσο ανοιχτόκαρδο
θα μού το σκοτώσουν καμμιά μέρα, καπου εκεί –
Βέβαια, θυμάμε, ήταν με κείνα τα γκρίζα
κι αργά βαγόνια που μετέφεραν αμύγδαλα και πορτοκάλια
στις εκβολές του Ιμέρα, ο ποταμός γεμάτος κίσσες,
αλάτι, ευκάλυπτους. Τώρα όμως σ’ευχαριστώ,
στ’αλήθεια, για την ειρωνία πού μού’βαλες
στα χείλη, μελιστάλαχτη σαν τη δικιά σου.
Αυτό το χαμόγελο μ’έσωσε από θρύνους και πόνους.
Και δεν έχει σημασία αν σήμερα δακρίζω για σένα
και για όλους εκείνους που σαν και σένα περιμένουν
και δεν ξέρουν τι ακριβώς. Αχ, καλέ μου, Θάνατε,
μην αγγίζεις το ρολόι πού’ναι κρεμασμένο στον τοίχο της κουζίνας
όλ’η παιδικότητά μου είναι σμηλευμένη στο σμαλτωμένο
πλαίσιό του διακοσμημένο με πολλά λουλούδια :
μην αγγίζεις τα χέρια, τις καρδιές των γερόντων.
Άλλά ίσως κάποιος θα μου απαντήσει ; Ω θάνατε σπλαχνικέ,
θάνατε σεμνέ. Xαίρε, αγαπητή, χαίρε, πολυαγαπημένη μου μητέρα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
χρηστος καραμανος 29-03-2009 @ 01:39 | Άλλά ίσως κάποιος θα μου απαντήσει ; Ω θάνατε σπλαχνικέ,
θάνατε σεμνέ. Xαίρε, αγαπητή, χαίρε, πολυαγαπημένη μου μητέρα.
::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | zpeponi 29-03-2009 @ 02:10 | ::yes.:: αριστουργημα! | | daponte 29-03-2009 @ 02:54 | Πολύ όμορφο! | | Γιάννης Χρυσέλης 29-03-2009 @ 04:12 | Τώρα όμως σ’ευχαριστώ,
στ’αλήθεια, για την ειρωνία πού μού’βαλες
στα χείλη, μελιστάλαχτη σαν τη δικιά σου.
Αυτό το χαμόγελο μ’έσωσε από θρύνους και πόνους. | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|