| Μια γυναίκα στην κουζίνα της, τόσο ψηλή
που θα ‘λεγες ότι οι ώμοι της αγγίζουν το ταβάνι
ντυμένη στα μαύρα, σαν σε πένθος
πένθος για την ίδια της τη ζωή
που είναι θαμμένη ζωντανή
Μια κόρη τεντώνει το κεφάλι να δει
το φως που πνίγεται στη φούστα της μάνας
καθώς μπαίνει απ’ το παράθυρο και χαμογελά με εμπιστοσύνη
λάμποντας, σύμφωνα με τη φύση του
αποκαλύπτοντας στρόβιλους από φυγόκεντρους κόκκους σκόνης
Γιατί οι γλυκές στιγμές μας γεμίζουν πίκρες
όταν η εμπιστοσύνη χάνεται και γίνεται απογοήτευση
όταν η μάνα που έπρεπε να αγαπά, τιμωρεί
ή απλώς χάνει την υπομονή της
και αντί να βλέπει και να ακούει, είναι τυφλή και κουφή
χαμένη στο δικό της κόσμο
θαμμένη ζωντανή
Και όταν χρόνια μετά η κόρη μεγαλώσει και γίνει μάνα
είναι λάθος μάνα, όπως τότε που ήταν παιδί ήταν λάθος παιδί
γιατί έτσι έμαθε να βλέπει τον εαυτό της
όπως και η μάνα της, το έμαθε απ’ τη γιαγιά
και τα λοιπά και τα λοιπά
εδώ και κάτι χιλιάδες χρόνια, προσεγγιστικά
Χωρίς εμπιστοσύνη, μόνο λίγη καλοσύνη
που κρύφτηκε σε μια σκοτεινή γωνιά και πέρασε απαρατήρητη
λίγη ανθρωπιά εκτός ύλης κλεμμένη από κάτι απάνθρωπο
κάτι περαστικούς τρόμους,
κάτι έρωτες παρανόμους
μια σκιά, σαν κληρονομιά
μαζί μ’ένα μαύρο φουστάνι...
νισάφι πιά, φτάνει!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|