| [font=book antiqua]Περπατά με το κεφάλι σκυφτό, μπαίνει σ’ ένα από τα τελευταία βαγόνια του τραίνου και σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα να καθίσει ή όχι. Τελικά κάθεται. Απέναντί του ένας κύριος με γραβάτα και παράξενο καπέλο διαβάζει εφημερίδα. Τον κοιτάζει πάνω από τα γράμματα στα κλεφτά και συνεχίζει το διάβασμα. Δεν τον ενδιαφέρει που η ματιά του ήταν ειρωνική.
Καρφώνει το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο ώσπου ν’ ακουστεί ο γνώριμος εκείνος σφυριχτός ήχος και το τραίνο να ξεκινήσει. Μπροστά από τα μάτια του περνάνε κτήρια παλιά και καινούργια που του θυμίζουν τόσα και τόσα. Σηκώνει το κεφάλι και συνειδητοποιεί πως η στάση που έπρεπε να κατέβει είχε ήδη περάσει.
Βιαστικά κατεβαίνει στην αμέσως επόμενη, χωρίς ούτε καν να προσέξει ποια είναι, αν είχε σηκώσει για μια στιγμή το κεφάλι δεν θα έφτανε ως εκεί. Ως την εξώπορτα του σπιτιού της. Διαβάζει το όνομά της στο κουδούνι. Ξανά και ξανά και ξανά. Εκείνο το όνομα που είχε ψιθυρίσει χιλιάδες φορές, που είχε χαρίσει σ’ αστέρια, σε πίνακες ζωγραφικής σε κομμάτια για το πιάνο, σε όνειρα για το αύριο. Ξανά και ξανά. Εκείνο το όνομα που είναι βαμμένο κόκκινο και φοράει άρωμα που κόβει την ανάσα.
Περνάνε οι ώρες, νύχτωσε, άναψαν τα φώτα του δρόμου. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά το όνομά της, φέρνει στον νου όσα προσπαθούσε να ξεχάσει. Διαβάζει τα γράμματα ένα- ένα κι ύστερα όλα μαζί. Ακούει τον ήχο που σχηματίζουν. Χαμογελά.
Παίρνει την απόφαση να γυρίσει πίσω, να πάρει το τραίνο και να φτάσει στην σωστή στάση αυτή τη φορά, να κατέβει, με σκυφτό το κεφάλι και να περπατήσει ως το σπίτι του. Σαν να μην διάβασε ποτέ το όνομά της, σαν να χτύπησε το κουδούνι και να μην άνοιξε κανείς.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|