| Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Ξέμπαρκοι
Πρώτη εκτέλεση: Ξέμπαρκοι
Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου `γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Το δαχτυλίδι που `φερνα μου το `κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να `ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
| | Lyrics: Nikos Kavvadias
Musica: Xebarkoi
Prima esecuzione: Xebarkoi
Si scuoteva dal profondo il Hortiatis come per un terremoto
e lanciava messaggi di vernice rossa
Uno scritto di tre e mi diventasti succhiello e chiodo
Ma dentro a un letto per due calava le sue carte Tumba.
La macchinetta per rollare tabacco e cartine
te la sei scordata, scordata, l'hai regalata in giro
Fu allora che si spezzò l'albero di mezzana.
Le bugie del palombaro, del marinaio, del demente.
E cosa non ho promesso, cosa non ho mantenuto
ma la colpa è dei mille miei diavoli e divento smemorato -
i lunghi sari di Agra, le sete di Shantung -
mi vengono in mente appena vedo un fumo risalire.
L'anello che portavo me l'ha rubato Oraya
Si è spennato il pappagallo, e ha smesso di parlare.
Che una volta almeno venisse alla banchina, se si salpa,
e che almeno una volta guardasse l'ancora, che invita.
Tra le mie mani, o mamma, non c'è niente che funzioni
amore, cose preziose, cartamodelli e amuleti.
Mi fa ribrezzo il marinaio che ha messo via dei soldi
Ha detto crepa al mare e ci piscia sopra, adesso.
Salonicco va vista solamente dalla nave.
Non osare guardarla dalla terraferma.
E se qualcuna a Kalamarià mi cuce una camicia,
Forse che arrivo con la marea dall'alto mare.
| |