| Στίχοι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σαράντα χρόνια έφηβος κοντα μισό αιώνα
το καλοκαίρι άσπριζα,
μαύριζα τον χειμώνα.
Σαράντα χρόνια ανώριμος
ξεφτίλας Δον Κιχώτης.
Τώρα 40 χρόνια φρόνιμος
ωραίος και ιππότης.
Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό
Τετάρτη μεσημέρι.
Γιατρός δε με ξεπέταξε
μα μιας μαμής το χέρι.
οι συγγενείς μαζεύτηκαν
από νωρίς στο σπίτι.
Πώς είναι έτσι το παιδί
και τι μεγάλη μύτη!!
Νάνι νάνι το παιδί μας νάνι.
Νάνι νάνι και παρήγγειλα,
νάνι νάνι στην Πόλη τα προικιά του
και τα χρυσαφικά του τα παρήγγειλα.
Νάνι νάνι κι όπου
το πονεί να γιάνει, νάνι νάνι,
νάνι νάνι του.
Μα εγώ από τον ύπνο μου
την έκανα κοπάνα,
Τέντωνα τη σφεντόνα μου
σημάδευα αεροπλάνα.
Και πάνω στο καλύτερο
με ξύπναγαν με βία
για να μ’ αποκοιμήσουνε
δασκάλοι στα θρανία.
Κι ενώ όλα τα θυμόμουνα
κι είχα μυαλό ξουράφι,
να μεγαλώσω ξέχασα
και έμεινα στο ράφι.
Έτσι για πάντα κράτησα
την παιδική μου εικόνα,
εκείνου του αλητάμπουρα
που κράταγε σφεντόνα.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά,
έλα πάρε και τούτο.
Μικρό μικρό σου το `δωσα,
άρχοντα φέρε μου το.
Κρύψε και τη σφεντόνα του,
φρόνιμο κάνε μου το.
Παλιέ μου φίλε, γνώριμε,
συμμαθητή, θαμώνα,
μαζί μου απόψε έφερα
εκείνη τη σφεντόνα.
Μην πάει ο νους σου στο κακό,
πουλιά δε θα χτυπήσω.
Με κότσυφες και πέρδικες
τι έχω να χωρίσω;
Τα παιδικά μας όνειρα
θα σας εκσφενδονίσω,
με χρώματα και μουσικές
θα σας τα τραγουδήσω.
Παλιέ μου φίλε, γνώριμε,
συμμαθητή, θαμώνα,
απόψε που βρεθήκαμε,
σου δίνω τη σφεντόνα.
| | Lyrics: Vasilis Papakonstadinou
Music: Vasilis Papakonstadinou
First version: Vasilis Papakonstadinou
Forty years a teenager
now half a century
I went white in summer
I tanned in winter.
Forty years immature,
disgraced Don Quixote.
Now 50 years prudent
nice and a knight.
I was born in a village
on a Wednesday noon.
No doctor brought me out
but a midwife's hand.
The relatives were gathered
early at home.
How this child is
and what a big nose!
Sleep-sleep*, our child sleeps.
Sleep-sleep and I have ordered
sleep-sleep, from Istanbul his fortune
and his gold, I have ordered it.
Sleep-sleep and wherever
it hurts, let it heal, sleep-sleep,
sleep-sleep to it.
But I shirked
from my sleep.
I stretched my sling,
I aimed at airplanes.
And at the best moment
I was woken up with violence
to be put to sleep again
by teachers on the desks.
And while I remembered everything
and I had a sharp mind,
I forgot to grow up
and I remained on the shelf**.
So I kept forever
my childish image,
of that tramp
who held a sling.
Sleep, you who take the children,
come and take this.
Small-small I gave it to you,
bring it to me as a lord.
And hide its sling,
make it prudent for me.
My old friend, acquainted,
classmate, frequent,
tonight I brought with me
that sling.
Don't let your mind think bad,
I won't hit any birds.
With blackbirds and partridges
what do I have to fight for?
Our childish dreams
I will fling to you,
with colors and musics
I will sing them to you.
My old friend, acquainted,
classmate, frequent,
tonight that we met,
I give you the sling.
| |