| Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Χάρης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δεν μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μού 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος στα 'πε
κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα δινα «Πάψε, Σεβάχ» για να `μουνα παιδί!
Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μείς, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρωμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.
| | Lyrics: Nikos Kavvadias
Musica: Haris Papadopoulos
Prima esecuzione: Vasilis Lekkas
Un Monsone furioso le sbarre infranse a mezzanotte.
Hai una carta in mano, una penna e un rametto verde.
Quattro burrasche ed ecco sono stracci tuoi vestiti.
Faccio per coprirti, ma sgusci via e non mi riesce.
Dal marinaio in coperta ti spetta del corallo.
Ma perché le unghie conficchi nella murata marcia?
C'è qui un velo invisibile che non mi fa vedere.
Io vedo solamente azzurro, solo azzurro e cenere.
Siedi, ti prego, e in qualche modo il giorno arriverà.
Vorrei un colore, il verde e poi tinte misteriose.
E insegnarti la fiaba che mi disse un capo moro
la notte che un incendio ci lambiva a Marrakesh.
Del Minicapa lo so ancora quel motivo antico,
la viva palma che piange in lutto nel Paramé.
Ma un uccellino mi ha detto che già le sai da un altro,
uno che le storie le conta meglio assai di me.
Lo sfinimento ti dà parole febbrili e afflitte.
Testarda, che hai buttato carta, penna e ramoscello,
ma non siamo bambini che si mettono a frignare.
Che darei - «Sindbad, la smetti?» - per essere un bambino!
Alba, quale demone indiano ti ha le tinte guaste?
La ruota il marinaio gira, il fuoco lo zigano.
E noi che per pelle abbiamo lo sporco delle navi,
ancora vinceremo, in porto, nel gioco delle carte.
| |