| Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Μη διαθέσιμο
Πρώτη εκτέλεση: Έχω μια πίπα ολλανδική από ένα μαύρο ξύλο,
όπου πολύ παράξενα την έχουν σκαλισμένη.
Έχει το σχήμα κεφαλιού Γοργόνας με πλουμίδια.
Κι ένας σ’ εμέ ναύτης Δανός την έχει χαρισμένη.
Και μου `πε αυτός πως μια φορά του την επούλησε ένας,
στην Αλεξάντρεια, έμπορος ναρκωτικών, Αράπης,
και στον Αράπη λέει αυτόν, την είχε δώσει κάποια,
σε κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα της αγάπης.
Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ώρες,
ανάβοντας την πίπα αυτή, σε μια γωνιά καπνίζω,
κι ο γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει,
κάνοντας ένα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο.
Και πότε μια ψηλή, ο καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ένα πόρτο ξενικό πολύ και μακρυσμένο.
Και βλέπω μες στους δρόμους του τους κρύους και βραδιασμένους
να περπατά έναν ύποπτο Αράπη μεθυσμένο.
Και βλέπω πάλι, άλλες φορές, μια γρήγορη γαλέρα
με τα πανιά της ανοιχτά στο αβέβαιο να αρμενίζει
κι απάνω στο μπαστούνι της να κάθεται ένας ναύτης,
να `χει μια πίπα όπως αυτήν εγώ και να καπνίζει.
Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου.
Σκέφτομαι: "Θα `ναι μαγική". Μα πάλι λέω: μη φταίει
ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου;
| | Lyrics: Nikos Kavvadias
Musica: Mi diathesimo
Prima esecuzione: Ho una pipa olandese di un legno nero che non so,
su cui sono intagliate cose parecchio strane.
Ha la forma di una adorna testa di Sirena
e a me la regalò un Danese marinaio.
E lui mi disse che una volta gliela vendette un tale
un arabo mercante di droga ad Alessandria,
e a quell'arabo - diceva- l'aveva data una,
in qualche porto lontano, donna di piacere .
Molte volte nelle ore scure della sera
accesami quella pipa, fumo in un cantuccio,
e il fumo grigio uscendo mi avvolge piano piano,
creando un vuoto intorno a me grigio e azzurrino.
E ora dà forma, il fumo, ad una donna snella,
ora ad un porto di quelli esotici e lontani.
E nelle sue fredde strade avvolte dalla sera
vedo ubriaco un arabo inquietante camminare.
E altre volte ancora vedo una galea veloce
con le sue vele aperte navigare nell'incerto
e sopra il suo bompresso seduto un marinaio
che ha una pipa tal qual la mia e se la fuma.
Ho una pipa di legno scolpita stranamente.
Fumandola faccio i miei sogni più bizzarri.
«Sarà magica», penso. Ma dico poi: forse la colpa
è del tabacco inglese forte e dei miei nervi fiacchi.
| |