| Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Μη διαθέσιμο
Πρώτη εκτέλεση: Σε πολιτείες του Καναλιού, στο Λίβερπουλ, στο Σουάνς
βλέπει κανείς πρωί πρωί, στους ντόκους με τα κρένια,
κάποιους που δε μοιάζουνε πολύ για ναυτικοί,
προς τα καράβια οδεύουνε γελώντας δίχως έννοια.
Πέντ’ έξι οργιές τα μπάρκα τους κι όμοια τόσο πολύ,
που ως να τα βρουν κουράζονται πολλές φορές στη ράδα.
Πλώρη ψηλή ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι είναι το πιο μεγάλο τους ταξίδι μια βδομάδα.
Ένα βρακί ασιδέρωτο φοράνε βρομερό
και μια φανέλα από φιλέ χειμώνα καλοκαίρι,
ένα μαντίλι της φωτιάς δεμένο στο λαιμό
και περπατάν τρεκλίζοντας πιασμένοι από το χέρι.
Όμως περνούν το τρομερό κανάλι του Saint George
κι ορθοπλωρίζουνε για κει που κυβερνάει το πούσι,
που τα καραβοφάναρα, βογκώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τον άμαθο που θα τα προτακούσει.
Περήφανα του Ατλαντικού διαβαίνουν τα νερά,
των φαναριών ακολουθώντας πάντα τις σειρήνες,
χορεύοντας ένα χορό στα κύματ’ αλαφρό,
που οι ναυτικοί των φορτηγών τα λέμε μπαλαρίνες.
Οι Φλαμαντέζοι ναυτικοί γελάν και λένε πως
οι Εγγλέζοι τους πνιγμένους τους κλαίνε μια μέρα μόνο
μ’ αν ήθελαν περσότερο δε θα ‘χανε καιρό:
δέκα απ’ αυτά σαν φύγουνε, γυρνάνε πέντε μόνο.
Από συνήθεια παίρνουνε σε χρήμα την τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χαμ κι ένα κουτί με βρωμη
μα το ‘χουνε προτιμότερο να πιούνε τα λεφτά,
πριν φύγουν και να τους τραβούν στερνή στιγμή οι λοστρόμοι.
Μα είναι τα πιο καλύτερα που γνώρισα παιδιά
Μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυο δυο πιασμένοι,
και δίχως να το νιώσουνε καλά, πολλές φορές
βουλιάζουν με τα μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.
| | Lyrics: Nikos Kavvadias
Musica: Mi diathesimo
Prima esecuzione: In alcune città del Canale, a Liverpool, a Swansea
si possono vedere sui dock delle gru, di mattina presto,
certuni che non somigliano molto ai marinai,
che vanno verso le navi ridendo senza senso.
Cinque o sei yarde le loro barche, non più di tanto,
che fin che non è il momento penano spesso in rada.
Prua sottile, da peschereccio, fumaiolo aguzzo,
e il loro più grande viaggio dura una settimana.
Indossano delle brache luride e spiegazzate
ed una blusa a maglia inverno e estate,
un fazzoletto di fiamma legato intorno al collo
e camminano barcollando tenendosi per mano.
Ma passano il tremendo canale di Saint George
mettono la prua alla volta del regno delle nebbie,
dove i battelli-fanale con orribili muggiti
tolgono il senno al novizio che non li ha mai sentiti.
Spavaldi attraversano le acque dell'Atlantico,
sempre seguendo le sirene dei fanali,
danzando un ballo lieve sopra quelle onde,
che noi marinai dei cargo chiamiamo ballerine.
I marinai fiamminghi ridono e usano dire
che gl'Inglesi piangono gli annegati solo un giorno
e se anche volessero di più, gli mancherebbe il tempo:
che se partono in dieci, solo cinque fanno ritorno.
Per usanza ricevono cibo al posto del denaro
spendono per un po' di prosciutto e una scatola di avena
ma i soldi assai di più amano berseli in extremis
prima di partire e che il nostromo se li tiri dietro.
Ma sono i ragazzi migliori che io abbia conosciuto.
Si imbarcano barcollanti, sempre a braccetto a due a due
e quante volte senza riuscire a capirlo tanto bene
ridendo ubriachi con la barca loro vanno a fondo.
| |