|
| La mia vita (S. Karmaniolas) - 2433 Αναγνώσεις | | | | | Στίχοι: Σταύρος Καραμανιώλας
Μουσική: Αργύρης Μπακιρτζής
Πρώτη εκτέλεση: Χειμερινοί Κολυμβητές
Τα ποιήματά μου είναι πολλά και δεν τα ‘χω γραμμένα
είναι μες στο κεφάλι μου μαγνητοφωνημένα
Μα θα χαθούνε, σκέφθηκα, μια μέρα σαν πεθάνω
γι’ αυτό και απεφάσισα κασέτες να τα κάνω
Τα ποιήματα, το βίο μου, κασέτες τώρα κάνω
για να τις παίζουν, να μ’ ακούν, όταν θα αποθάνω
Αρχίζω, μαγνητοφωνώ και πρώτα πριν απ’ όλα
ειμ’ απ’ τον Πρίνο και με λεν Σταύρο Καραμανιώλα
Γεννήθηκα το έντεκα στο Μέγα Καζαβίτι
χρόνια τουρκοκρατούμενα, τα χρόνια του χαμίτη
Φύγαν οι Τούρκοι κι άρχισε ο πρώτος πόλεμος
ήρθε μια δυστυχία και φοβερός λιμός
Η πείνα είχε φτάσει στης γης τα πέρατα
τρώγαμε βαλανίδια και ξυλοκέρατα
Κι από τα ξυλοκέρατα βράζαμε τα κουκούτσια
ποτέ τα ποδαράκια μας δε φόρεσαν παπούτσια
Από παντού ή Θάσος είχε αποκλειστεί
σαν ποντικοί στη φάκα είχαμε εδώ πιαστεί
Τίποτα ν’ αγοράσεις δεν είχε με λεφτά
μα είχε αεροδρόμιο εδώ το δεκαεπτά
Πέτρες ό κόσμος έσπαζε για λίγη κουραμάνα
μονάχα για τον άρρωστο και για τη μωρομανα
Μες στην Καβάλα ήτανε οι Γερμανοβουλγάροι
οι Καβαλιώτες έφτασαν να τρώνε και γάιδαροι
Τέλος μια μέρα φύγανε οι Γερμανοβουλγάροι
κι οι φούρνοι έβγαλαν ψωμί, μ’ άγανο, από κριθάρι
Άρχισαν τα ερείπια να κτίζονται ξανά
νέα ζωή ξανάρχισε κι άνοιξαν τα καπνά
Μπήκα κι εγώ στα μαγαζιά από εννιά χρονώ
χωρίς να είμαι έρημο ούτε και ορφανό
Είχα αδελφές και αδελφό και μάνα και πατέρα
με επταμελή οικογένεια πώς να τα βγάλουν πέρα
Αυτοί οι λόγοι μ’ έκαναν ν’ αφήσω τη φυλλάδα
γιατί έπαιρνα αρκετά λεφτά κι εγώ κάθε βδομάδα
Δεν πήγα στο γυμνάσιο ούτε και στον Ευκλείδη
τετάρτη του δημοτικού πήγα στον Τσανακλίδη
Γράμματα λίγα έμαθα, να γράφω, να διαβάζω
μα ο Θεός με φώτισε ποιήματα να βγάζω
Τα πιο καλά τα χρονιά μου τα `ζησα στην Καβάλα
πέρασα χρόνια όμορφα και βάσανα μεγάλα
Με αγαπούσανε πολλές, μικρές, μαθητριουλες
γαλανομάτες, καστανές, ξανθές, Εβραιοπουλες
Μες στην Καβάλα οι κοπελιές με λέγανε μαγκάκι
γιατί φορούσα πάντοτε στραβά το καβουράκι
Και ήμουνα αληθινά πραγματικό μαγκάκι
χόρευα μάγκικο βαρύ κι έπαιζα μπουζουκάκι
Τα στέκια μου ήταν πάντοτε Αμύντα και Σουτζούκι
εκεί έμαθα ζεϊμπέκικο, εκεί έμαθα μπουζούκι
Στην κρίση του τριανταδυό ξερίζωσα βουνά
χιλιάδες είχα βγάλει οκάδες κάρβουνα
Κι ο Θοδωρής, πού τα `παίρνε, μου `σπάζε την καντάρα
και στο φινάλε έβγαζε και τη μανέλα τάρα
Ως το τριαντατέσσερα και τέρμα ο αγώνας
μετά την κρίση άρχισε ένας χρυσός αιώνας
Κάποια κοπέλα γνώρισα από το Θεολόγο
χωρίς να θέλω έμπλεξα και έδωσα και λόγο
Το όνομα της ήτανε Κατίνα Ευαγγέλου
είχε κορμάκι λυγερό και πρόσωπο αγγέλου
Μα όλως αναπάντεχα ήρθε ο χωρισμός
αιτία ήταν ή ζήλια της και ο εγωισμός
Καλά ως το τριανταεννιά, μα ήρθε άλλη κρίση
ο δεύτερος ο πόλεμος, την πόρτα είχε χτυπήσει
Τι έχεις βρε Γιαννάκη μου Αυτό πού είχα πάντα
ήρθε το περιβόητο το έπος του σαράντα
Μας χτύπησαν οι Ιταλοί με πείσμα και μανία
και άρχισε ο πόλεμος μέσα στην Αλβανία
Πήραμε απ’ την Κορυτσά ως τους Άγιους Σαράντα
μας χτύπησαν οι Γερμανοί και χάσαμε τα πάντα
Για να τα βάνουμε με δυο, δεν είχαμε αντοχή
κι άρχισε ή οπισθοχώρηση και ήρθε ή κατοχή
Τη χώρα μας την πάτησε του Γερμανού ή μπότα
κι άρχισε ο χειρόμυλος, σκαφίδα και μπομπότα
Κατέβηκαν οι Βούλγαροι, στη Θάσο, στην Καβάλα
στρογγύλια μ’ άλλους φόρτωνα στο Μήτκα, στην Καψάλα
Δουλεύαμε σαν είλωτες, μας βγάζαν το ζουμί
σαράντα μέρες δούλεψα, δεν πήρα ούτε δραχμή
Κι έφυγα στην Κεραμωτή, δουλειά εκεί να πιάσω
σε μια μπατόζα βοηθός, ψωμί για να χορτάσω
Μα απ’ τα πολλά κουνούπια κι από την υγρασία
με πλάκωσ’ ένας πυρετός, βαριά ελονοσία
Γύρισα πίσω στο χωριό, γιατί θε να πεθάνω
μα είμαι και στενάχωρος, κάτι έπρεπε να κάνω
Με γαϊδαρνή υπομονή και με πολλή προσπάθεια
σε λίγες μέρες άρχισα και έκανα καλάθια
Σαν το μελίσσι πλάκωνε ο κόσμος, να τα πάρει
κι αρχίσανε να πέφτουνε τα λέβα με το φτυάρι
Αγόραζα τα πάντα της μαύρης αγοράς
γιατί πού λέει ο λόγος μιλούσε ο παράς
Κάποια κοπέλα έκλεψα από τη γειτονιά
ήμουν τριανταδυό χρονώ εγώ κι εκείνη δεκαεφτά
Όμως αυτό πού έκανα ήταν παρανομία
γι’ αυτό μας στεφανώσανε με την αστυνομία
Αποδιωγμένοι και οι δυο μακριά από τα σπίτια
να πα’ να χτίσουμε φωλιά σαν τα μικρά σπουργίτια
Κάναμε το σπιτάκι μας έξω απ’ το χωριό
κι oι δυο μαζί παλέψαμε για το νοικοκυριό
Δυο κοριτσάκια κάναμε πού μένουν στην Καβάλα
το πρώτο είναι κεντήτρια, το δεύτερο δασκάλα
Έψαχνα χρόνια για δουλειά, μα τέλος τήνε βρήκα
και ξέρετε ποια ειν’ αυτή ; Ή σύνταξη του ΙΚΑ
Όμως πολύ κουράστηκα, να το πετύχω αυτό
μα κάθε μήνα πέφτουνε έξι εφτακόσια οκτώ
Η διαθήκη μου
Πριν αποθάνω και ταφώ, θ’ αφήσω διαθήκη
τα ποιήματα μ’ ν’ ακούγονται πετρέλαια και καθίκι
Ν’ ακούγονται και ολ’ αυτά, πού έγραψα για μένα
θα σας τα πω καλύτερα και πιο συγκεκριμένα:
Έχουμε κάποιον στο χωριό τον λένε μπάρμπα Σταύρο
μεσ’ τα κατώγια τριγυρνά να βρει κρασάκι μαύρο
Το άσπρο δεν το κυνηγά ούτε το κοκκινέλι
το θέλει να `ναι μπρούσικο κι όχι γλυκό σαν μέλι
Κι αν είχε όσες έχει πιει μπουκάλες μαύρο οίνο
πολύ μεγάλη θ’ άνοιγε ταβέρνα μες στον Πρίνο
Χωρίς λεφτά να πίνανε του Πρίνου οι μπεκρήδες
σα σουρουπώνει, να `ρχονται, να πέφτουν σαν ακρίδες
| | Lyrics: Stavros Karamaniolas
Musica: Aryyris Bakirtzis
Prima esecuzione: Himerinoi Kolymvites
Le mie poesie sono tante e non me le sono scritte
stanno magnetofonizzate dentro la mia testa
Ma andranno perse, ho pensato, un giorno quando morirò
anche per questo ho deciso di fare delle cassette
Le poesie, la mia vita, ne faccio cassette ora
da suonare, così mi ascolteranno, quando morirò
Comincio, magnetofonizzo e prima di ogni cosa
io provengo da Prinos e mi chiamo Stavros Karamaniolas
Sono nato nell'undici a Megas Kazavitis
negli anni della turcocrazia, gli anni del camita
Se ne andarono i turchi e cominciò la prima guerra
venne una sfortuna e una tremenda fame
La fame era arrivata fino in capo al mondo
ghiande e carrube ci toccava di mangiare
E delle carrube tostavamo i semi
mai i nostri piedini calzarono una scarpa
Da ogni lato Tasos era stata accerchiata
come topi eravamo lì presi nella trappola
Niente c'era da comprare con i soldi
ma nel diciassette c'era un aeroporto
La gente spaccava pietre per un poco di pagnotta
ma solo per il malato e per la puerpera
Dentro Kavala c'erano i bulgarotedeschi
i kavalioti si ridussero a mangiare come gli asini
Un giorno finalmente se ne andarono i bulgarotedeschi
e i forni diedero pane d'orzo sporco di cenere
Si ricominciò a costruire sulle macerie
ricominciò una vita nuova e si lavorò il tabacco
Andai anch'io a bottega e avevo nove anni
eppure non ero orfano e nemmeno abbandonato
Avevo sorelle e un fratello e padre e madre
con sette bocche in famiglia come tirare avanti
Questi discorsi mi fecero abbandonare il quaderrno
perché prendevo abbastanza soldi ogni settimana
Non frequentai il ginnasio e neppure l'"Euclide"
in quarta elementare andai da Tsanaklidis
Imparai poche lettere per scrivere e per leggere
ma Dio mi mandò l'illuminazione di cavare poesie
I miei anni migliori li ho vissuti a Kavala
ho passato anni belli e tormenti grandi
Mi volevano bene molte piccole scolarette
occhi azzurri, castane, bionde, piccole ebree
Dentro Kavala le ragazze mi chiamavano piccolo "mangas"
perché portavo sempre sghembo il cappellino
Ed ero veramente un autentico piccolo "mangas"
ballavo un manghiko pesante e suonavo il buzukino
I miei posti erano sempre l'Aminta e il Sutzouki
lì imparai lo zeimbekiko, lì imparai il buzuki
Nella crisi del trentadue misi a nudo le montagne
avevo ricavato migliaia di okà di carbone
E Thòdoros che le comperava mi spaccava la stadera
e nel finale tirava via anche la levetta della tara
Fino al trentaquattro, fine della lotta,
dopo la crisi cominciò un secolo d'oro
Conobbi una ragazza che era di Theologos
senza volerlo mi ci intrigai e le diedi la parola
Si chiamava Katina Evanghélou
aveva un flessuoso corpicino e un viso d'angelo
Ma del tutto all'improvviso giunse la rottura
causa ne fu la sua gelosia e l'egoismo
Bene fino al trentanove, ma giunse un'altra crisi
la seconda guerra aveva bussato alla nostra porta
Che hai Giovannino, dì ? - Quello che ho avuto sempre
arrivò il celebre momento epico del quaranta
Ci colpirono gli italiani con folle ostinazione
e cominciò la guerra dentro l'Albania
Prendemmo da Koritsà fino ad Aghii Saranda
ci batterono i tedeschi e perdemmo tutto quanto
Per dirla in due parole non reggevamo più
e cominciò la ritirata e venne l'occupazione
Il nostro paese lo calcò lo stivale del tedesco
e si attaccò col macinino, la madia e la polenta
Calarono i bulgari a Tasos, a Kavala
caricavo con altri i mercantili a Mitka, a Kapsala
Lavoravamo come iloti spremuti fino all'osso
quaranta giorni lavorai senza prendere una dracma
E me ne andai a Keramoli, per incominciare un lavoro
aiutante di una pasticciona per saziarmi di pane
Ma per le troppe zanzare e per l'umidità
mi zompò addosso una febbre, una malaria coi fiocchi
Tornai indietro al paese, perchè sarei morto, o dio
ma sono anche uno che si intristisce, dovevo far qualcosa
Con una pazienza di somaro e dopo molti tentativi
in pochi giorni cominciai e facevo dei canestri
A sciami calava la gente per comprarli
e cominciarono i leva a piovere come badilate
Acquistavo tutto quel che c'era al mercato nero
perché - come si dice - la parola era ai baiocchi
Rapii una ragazza del quartiere
io avevo trentadue anni e diciassette lei
Ma questo che facevo era contro legge
e così ci fecero sposare con la polizia
Scacciati tutti e due lontano dalle nostre case
per andare a costruirci un nido come passerotti
Facemmo la nostra casetta fuori del paese
e ci battemmo insieme per reggere il ménage
Avemmo due bimbette che vivono a Kavala
la prima è ricamatrice e l'altra è una maestra
Per anni cercavo lavoro, ma alla fine l'ho trovato
e sapete qual è? La pensione dell' IKA
Ma mi sono affaticato tanto per ottenerla
però ogni mese piovono seimilasettecentootto
Il mio testamento
Prima di morire ed essere sepolto lascerò un testamento
che le mie poesie risuonino di lampade ad olio e di pitali
Risuonino così tutte quelle che per me ho scritto
ve le canterò meglio e con maggiore precisione
Abbiamo un nostro paesano chiamato Stavros
si aggira per le cantine in cerca di vin rosso
Non va in caccia del bianco e nemmeno del rosato
vuole che sia un po' brusco e non dolce come il miele
E se avesse tutte le caraffe che ha bevuto di vino nero
una gran taverna aprirebbe a Prinos
Senza pagare berrebbero gli ubriaconi di Prinos
arriverebbero al tramonto, calando come cavallette.
| | | Stavros Karamaniolas, cantore popolare, è nato a Tasos nel 1911. Compirà 100 anni quest'anno. Altri cento a barba Stavros. Musica di Arghiris Bakirtzìs, 1997 | Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 08-02-2011 @ 00:53 |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|