| Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μη διαθέσιμο
Πρώτη εκτέλεση: Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
| | Text: Yioryos Seferis
Musik: Mi diathesimo
Uraufführung: Und die Seele -
soll sich erkennen
im Blick
auf eine andere Seele ..
Den Freund wie den Feind - wir sehen beide im Spiegel.
Sie waren gute Jungs, die Gefährten, beschwerten
sich weder über Erschöpfung, noch Durst oder eisige Kälte,
hatten den Gleichmut der Bäume und Wellen,
die Wind und Regen genauso wie
Tag und Nacht hinnnehmen,
ohne zu wanken im ständigen Wechsel.
Sie waren gute Männer, ganze Tage
schwitzten sie gesenkten Blicks an den Riemen,
im Takt der Ruder atmend, und das Blut pulsierte
unter ihrer geschundenen Haut.
Manchmal sangen sie, mit halbgeschlossenen Augen -
so, als wir auf dem Weg nach Westen
die einsame Insel der Wildfeigen hinter uns ließen,
jenseits des Kaps der bellenden Hunde.
'Will sie sich selbst erkennen' hieß es ..
'soll sie in eine andere Seele blicken' als Antwort -
und die Ruder schlugen des Meeres goldene Wogen
im Sonnenuntergang.
Soviele Landspitzen sovieler Inseln auf Meeren, die wieder
in andere Meere führen, ließen wir hinter uns, Möven - und Seehunde.
Ab und an beweinten völlig aufgelöst Frauen ihre verlorenen Kinder,
andere suchten zornig den großen Alexander
und sein' in den Weiten Asiens verschollenen Ruhm.
Wir ankerten vor Küsten voller nächtlicher Düfte
und Vogelstimmen - an Wassern, die auf den Händen
die Erinnerung eines großen Glücks hinterließen.
Doch die Fahrten nahmen kein Ende ..
Ihre Seelen wurden eins mit Ruder und Dollbord,
dem ernsten Gesicht der Gallionsfigur,
der Spur des Steuerruders und dem Wasser,
in dem ihre Spiegelbilder verschwammen..
Die Gefährten verschieden der Reihe nach -
gesenkten Blicks. Ihre Ruder künden den Ort,
da sie ruhen am Strand –
Von niemand erinnert .. Gerechtigkeit ..
| |