Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132752 Τραγούδια, 271245 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Stato d'Assedio (Marina/Rena Hatzidaki) - 2433 Αναγνώσεις         
    

Στίχοι: Μαρίνα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη & Αντώνης Καλογιάννης

Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό;

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;

Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.

Να σου τραγουδήσω;

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,

Χωρίς εσένα, πώς;

Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’ η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»

Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,

III

Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.


Lyrics: Marina
Musica: Mikis Theodorakis
Prima esecuzione: Maria Faradouri & Adonis Kaloyiannis

I

Come il ragazzo, che viene segnato dalla scoperta della solitudine,
il tempo e il sopportare manderanno il mio cuore in frantumi
e avrò per sempre smarrito le strade, le mie strade,
quando mi lasceranno uscire da qui.
Ritornerò, cercandoti ovunque,
nei paesaggi monotoni,
nei frammenti di quello specchio,
negli sguardi sprecati
per ritrovare il tuo volto, cercando il mio cuore

e parlerò, parlerò nella lingua
che una volta era la nostra,
che una volta era l'unica cosa che fosse rimasta nostra
nell'ombra dei colori morti,
quando le nostre notti erano semplici episodi
della grande notte che prima - da quanto tempo? - era incominciata.

Come posso contare il tempo qui dentro,
le tue eclissi lunari,
i tuoi slanci siderali.
Come posso misurare il mio andar per vie traverse,
l'imprevedibile rotta della tua assenza,
dentro questa inesorabile astronave,
nel cuore della città che una volta era mia
ed ora la devastano i carri armati ?

Ha sette porte il caos,
sigillato, assediato dentro e fuori da una paura dai mille volti.
I lamenti degli inguaribili si calmano ogni sera alle cinque e mezza.
Le sirene rapinano il silenzio ogni sera.
I dormienti ogni sera sono imperscrutabili morti.
E ancora, sempre, dove sono le tue mani ?
Dove la tua voce ?
Resisteranno le pareti anche stasera ? O ci verrà addosso il buio?
Come posso misurare ?

Come la scoperta della solitudine
che segna il ragazzo - già adolescente,
la tua assenza si è conficcata come un coltello nella mia sfera spazio-temporale.
la bruttezza ha aperto ovunque bocche impazzite
e si accomoda per ingoiarmi,
il tempo ferito si contorce
in sussulti innaturali,
sono io la condannata a morte.
E intorno a me dappertutto,
dentro di me,
sopra il mio petto,
nel caos, nel mio cuore,
reti insanguinate sono le orbite
dall'innocenza all'omicidio,
e dall'omicidio al rimorso,
al lamento funebre e da lì a un altro omicidio.

Devo cantare per te?

Ma anche la mia voce, che amavi, è pugnalata.
Alghe di cieli nell'insonnia
i miei capelli, che amavi,
tentacoli disperati le mie mani
e ovunque ti cerchi, più non ti trovo.
Riquadri di tenebra dietro le inferriate.

Tradita l'anima greca, coltello in cuore il tradimento.
La luce ferita dopo le dieci,
i rumori inspiegabili, i respiri.
Il sacrificio insensato,
l'assedio,
l'assenza,
la sigaretta del secondino.

E parlerò in questa lingua.

«Come è cambiata questa ragazza» - diranno gli altri
guardandomi con l'unico occhio del turista Ciclope
chiedendomi di parlargli di eroi
assopendo - gli altri - le notti labirintiche
quando da ogni angolo urlerà il tradimento,
coprendo i carri armati, gli aeroplani,
la paura,
il passo del secondino,
le notti senza te,
quando urlerà il tradimento da ogni angolo,
quando urleranno i frantumi del mio cuore,
i frantumi come i figli di Zenobia
da ogni estremità della terra e della disperazione.
Poiché è per te che ti avrò perduto
nell'ombra oscillante
come me
come la lotta
che sarebbe stata difficile, ma bella
e arrivò per diventare un grappolo marcito.

Senza di te, come ?

Come la prima solitudine
la cui scoperta segna il ragazzo per sempre
il mio corpo si dissolverà
le mie cellule si separeranno a una a una
su questo letto di Procuste, il tempo,
il mio corpo esploderà come una macchia solare,
scrivendo il tuo nome su tutti i cieli,
le mie cellule a una a una andranno a vaccinare gli uomini
con l'età del dolore,
con il fumo azzurrino della sera dietro le sbarre.
Spedirò i miei sogni a turbare il loro sonno composto.
Spedirò la paura a annidarsi nel loro cuore di cui non sospettano,
e quando arriverà l'impiegata a leggere il contatore,
«scappa», mi diranno gli altri,
mal interpretando la mia morte.
E solo tu saprai
solo tu ricorderai le mie mani,
il cupo dolore del cane fuori della prigione,
le urla dei ragazzi sopra la terrazza,
la disperazione del ritratto cinese,
gli indovinelli greci
- cos'è quella cosa che sale con i piedi e la calano in una coperta ? -
e solo tu saprai come,
saprai che il mio corpo è perduto,
che fine ha fatto la mia voce,
che fine la mia insonnia,
che suoni ha la paura
e che volti ha la disperazione.
«Dio mio, che fine hanno fatto i coraggiosi del mondo?»

Solo tu saprai
io parlerò in questa lingua.


2) LONTANO MOLTO LONTANO

Lontano molto lontano,
si ode la vita,

ln alto molto in alto brillano le luci
- forse - le luci che ci hanno rubato
della città che ci hanno rubato
e il ricordo dell'ultimo tramonto
e la cerchia dei nostri monti.
Lontano molto lontano tu esisti.
Bisogna che tu esista,

come potessi ricordare il tuo riso,
biondo, dietro i muri macchiati di unto.
Un giorno quando tutto sarà conosciuto
quando tornerà a sciogliersi il centro della memoria raggelato
ora in ogni sua parte, «la mia deposizione, voglio ricordare cosa ho detto nella mia deposizione» -
e ritorneranno i colori,
forse un giorno quando si apriranno le porte delle tombe,
delle case, delle prigioni, delle leggi,
conteremo i nostri morti,
distribuiremo le nostre canzoni nuove.
Un giorno anche tu saprai il resto
anche tu ricorderai

lontano molto lontano, sei la vita
sarai lontano,
allora non esisterò più.


3) IL TEMPO SI E' DEFORMATO

Il tempo si è deformato. Gli anni in arrivo sono deformati.
Sai dove mi troverai.
Io sono la paura. Io la morte.
Io la memoria ostinata.
Io la memoria della tenerezza della tua mano.
Io il dolore della nostra vita guastata.
Assedierò il «bada ai fatti tuoi» con la mia angoscia.
Ferirò il sonno con fuochi d'artificio disgustosi e esagerati.
Pallottole cadranno sui passanti indifferenti
finché comincino a dibattersi,
finché comincino a domandarsi.

Quanto a me, non riusciranno a uccidermi.

Eppure, immagino, gli unici a capire saranno i ragazzi,
ricchi della nostra eredità
per la prima volta i ragazzi
duri con la memoria, duri con noi,
leggeranno forse in tempo
i rozzi messaggi dei penultimi naufraghi
correggendo gli errori,
cancellando le bugie,

chiamando con il suo esatto nome, senza romanticismi i ragazzi,
senza le sgrammaticature dell'età,
segnati dalla folgore
la consapevolezza della solitudine della forza
che a noi tanto tardò a venire.

E anche se ora ti cerco disperatamente
nelle gigantesche ondate della mia insonnia
e anche se ora ogni volta che respiro
esce il tuo nome,
quando incomincerò a tornare nelle oscure strade del mondo
con solo una manciata di pietre lunari a guidarmi
abbagliando il mondo con i lampi del tuo folle riso,
della monaca che teneva le chiavi,
assordando il mondo con i suoni della terrazza
e le grida di quelli che furono torturati e di quelli che torturano,
scuotendo il mondo con questa lingua di morte,
forse allora avrai trovato la strada nel tuo labirinto,
forse allora tu starai come un albero superbo
nel crocevia del mondo,
con tutti i fiumi che misteriosamente arrivano alle tue radici,
forse allora i tuoi ragazzi
insieme con tutti i ragazzi
potranno raggiungere il tempo e la vita
un istante prima del caos.

E null'altro più sarà rimasto di me
né il rimorso in cui stavo per trasformarmi
né il mio sfiorare la tua mano
né la cosa più mia, la mia lingua,
ma mi sarò dissolta in tutti i fiumi del mondo
avrò scritto il tuo nome, che mi faceva paura,
fin sull'opposta sponda
e il mio corpo - forse - morto
ma ancora integro si riposerà
con intorno il tuo ricordo
e la vita splendente di sole.

   Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 13-10-2012 @ 11:06

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο