| Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ
Μουσική: Kurt Weill
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Για πέμπτο Μάη πολεμάει
για ειρήνη κουβέντα καμιά
και ο φανταράκος τα βροντάει
πεθαίνει ηρωικά
Και ο Αυτοκράτωρ οργίζεται
και βγάζει διαταγή
ο θάνατος αναβάλλεται
η νίκη όσο αργεί
μα ο φαντάρος κείτεται
στον τάφο του δίχως ντροπή
και ξάφνου τον επισκέπτεται
μια επιτροπή
Με φτυάρι και με αγιασμό
ξεθάβουν το νεκρό
του λένε γύρνα στο μέτωπο
και βγάλε το σκασμό
Τον εξετάζει ένας γιατρός
τον βρίσκει λίαν καλώς
κοπάνα μονάχα την κάνει ο νεκρός
γιατί είναι πολύ δειλός
Τον σήκωσαν και φεύγουνε
στην νύχτα τη μαγευτική
ενώ αρμοδίως τους φώτιζε
σελήνη ρομαντική
Το στόμα το σάπιο του βουτούν
σε μαύρο κρασί γλυκό
και δυο νοσοκόμες
του κρατούν μπροστά του
γυμνό θηλυκό
με τύμπανα και ταρατατζούμ
η μπάντα πάει εμπρός
για της πατρίδος το αλαλούμ
παρέλαση κάνει ο νεκρός
Μπροστά του πάει ένας κύριος
με φράκο παχουλός
πολύ του καθήκοντος κύριος
σαν κάθε πολίτη καλός
σκυλιά ποντίκια και ασβοί
δακρύζουν με πατριωτισμό
στο ύψος των περιστάσεων
στου έθνους τον παλμό
Στο άλλο χωριό τους δέχεται
ο κόσμος με ουρλιαχτά
χλωμό το φεγγάρι κατέρχεται
και το νεκρό χαιρετά
Με ζήτω και με τσουμπαπά
σημαίες και παπά
χορεύει ο νεκρός του σκοτωμού
σαν μεθυσμένη μαϊμού
Μες το μεγάλο τραλαλά
εχάθηκε ο νεκρός
τον βλέπουν μόνο από ψιλά
αστέρι και σταυραϊτός
ξημέρωσε ο ουρανός
τ’ άστρα έχουν χαθεί
στην μάχη πάλι πάει ο νεκρός
να ξανασκοτωθεί.
| | Lyrics: Bertolt Breht
Musica: Kurt Weill
Prima esecuzione: Maria Faradouri
E quando la guerra nella quinta primavera
non offriva nessuna prospettiva di pace,
il soldato trasse la sua conclusione,
morí la morte dell'eroe.
Ma la guerra non era ancora a punto
e perciò dispiacque all'imperatore
che il suo soldato fosse morto:
non era ancora tempo.
L'estate passava sopra i sepolcri
e il soldato già dormiva
quando venne di notte
la commissione medica militare.
E il dottore esaminò accuratamente
il soldato o quel che rimaneva ancora di lui
e trovò che il soldato era idoneo a tutti i servizi
e che scansava il pericolo.
E subito portarono seco il soldato.
La notte era azzurra e bella.
Chi non portava l'elmo
poteva vedere le stelle della patria.
E perché il soldato puzza di putrefazione,
gli zoppica davanti un prete
che agita sopra di esso il turibolo
perché non abbia a puzzare.
Davanti, la musica col trullalà
suona spedita una marcia
e il soldato appena l'apprende,
lancia le gambe dal culo.
Sul suo sudario essi dipinsero
i colori bianco-rosso-nero
e lo portarono davanti a lui;
con i colori non si vedeva più il fango.
Col trullalà e arrivederci,
con moglie e cane e prete
e nel bel mezzo il soldato crepato
come una scimmia ubriaca.
Tanti gli ballavano e gli strillavano intorno
che nessuno lo vedeva,
solo dall'alto lo si poteva scorgere ancora
e là non ci sono che le stelle.
Le stelle non ci sono sempre:
un'alba viene.
Ma il soldato, cosí come ha imparato,
procede nella morte eroica***
| |