| Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Κίτρινα Ποδήλατα
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου Φωνητικά: Κίτρινα Ποδήλατα
Ό,τι κι αν κάνω, δεν μπορώ, το ξέρω, δε σε πείθω
Με άλλα λόγια θα στο πω, μ’ έναν αρχαίο μύθο
Μια ιστορία ψεύτικη και λίγο ξεχασμένη
Και πάσα ομοιότητα, είναι εξ'αρχής χαμένη
Για ένα ποντίκι που ήτανε στα χώματα κρυμμένο
Ποτέ δεν είδε ουρανό και πάντα πεινασμένο
Όλος ο κόσμος μια σταλιά, μονάχα ένα χωράφι
Και όλες οι παρέες του, ένα μικρό σινάφι
Στο σώμα αταξίδευτο και στην ψυχή χαμένο
Μες την καρδιά του μοναχό και πάντα φοβισμένο
Κατέβηκε ένας αετός μια μέρα στο χωράφι
Η πείνα του αχόρταγη, το ράμφος του ξυράφι
Τον έπιασε τον ποντικό, του κόπηκε η μιλιά του
Και φύγαν προς τον ουρανό, τον πάει στη φωλιά του
Γυρίζει τότε ο ποντικός, κοιτάζει προς τα κάτω
Είδε βουνά και θάλασσα, τον κόσμο πιο γεμάτο
"Θεέ μου πόσα έχασα μ’ αυτούς που μπερδευόμουν
Ωραία είναι εδώ ψηλά, εγώ γιατί σερνόμουν ;
Θέλω να μείνω πάντα εδώ, εδώ θέλω να ζήσω
Τώρα που είδα ουρανό, όλα θα τα ζητήσω "
Τον κοίταξε ο αετός και του'πε θυμωμένα
"Αν σ’ ήθελε ο Θεός ψηλά, θα ήσουν σαν κι εμένα "
Κι ο ποντικός του απάντησε πως είναι θέμα πλάνης
Μ’ αγάπη κι ανοιχτή καρδιά, τον ουρανό τον φτάνεις
Θα αναρωτιέσαι σίγουρα τι έγινε στο τέλος
Όμως αυτή η συζήτηση, είναι ένα άλλο σκέλος
Κι αν λες πως δεν κατάλαβες και σου πουλάω φύκια
Εντάξει, πλάκα έκανα, μιλούσα για ποντίκια
Να ονειρεύεσαι ουρανούς και να ζητάς τους τρόπους
Τι κρίμα που οι αετοί δεν τρώνε και ανθρώπους
Απ’ όσα είδαν τα μάτια μου, ένα μόνο να ξέρεις
Πως δε σου φτάνει το όνειρο για να τα καταφέρεις
Τ’ όνειρο είναι τα φτερά, μα αν θέλεις να πετάξεις
Πρέπει και την αλήθεια σου λίγο να την πειράξεις
Μη στάζεις το φαρμάκι σου χωρίς να κάνεις βήμα
Ή κούνα το κορμάκι σου ή άλλαξε το ποίημα
| | Lyrics: Odysseas Ioannou
Musica: Kitrina Podilata
Prima esecuzione: Vasilis Papakonstadinou Fonitika: Kitrina Podilata
Per quanto faccia, non ci riesco, lo so, a persuaderti
Te la dirò con altre parole, con una favola antica
Una storia inventata e po' dimenticata
Ed ogni analogia si è persa fin dall'inizio
Di un topo che stava nascosto tra le zolle
Non aveva mai visto il cielo e aveva sempre fame
Tutto il suo mondo era una goccia, soltanto un campicello
E per tutta compagnia, un gruppetto di suoi simili
Mai mosso il corpo in viaggio, un' anima morta
Un cuore solitario e sempre impaurito
Calò un'aquila nel campicello un giorno
Insaziabile la sua fame, il becco come un rasoio
Agguantò il topo, gli tolse la favella
E via verso il cielo, al nido suo lo porta
Si volta allora il topo, guarda verso il basso
Vide montagne e mare, il mondo pieno di cose
"Dio mio che mi son perso confondendomi con quelli là
Che bello che è quassù, perchè stavo giù a strisciare?
Voglio restare sempre qui, è qui che voglio vivere
Ora che ho visto il cielo, non c'è cosa che non voglia".
L'aquila lo guardò e gli disse in preda all'ira:
"Se lo volesse Dio, saresti uguale a me"
E il topo le rispose che l'argomento era fuorviante
Con amore e un cuore aperto, si guadagna il cielo
Certo domanderai come andò a finire
Ma questa discussione è un altro par di maniche
E se dici di non capire e che ti racconto frottole
Va bene, ho un po' scherzato, solo di topi volevo dire
Cerca di sognare il cielo e cercali tu i modi
Peccato che le aquile non si nutrano anche di umani
Per quanto ho visto coi miei occhi, una cosa hai da sapere
Che non hai abbastanza sogni per poterci riuscire
I sogni sono le ali, ma se vuoi anche volare
ti occorre scombussolare le tue verità
Non stare a stillar veleno senza fare un passo
O alza le tue chiappe o cambia la canzone
| |