| Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη εκτέλεση: Φένια Παπαδόδημα
Άλλες ερμηνείες:
Γιάννης Χαρούλης
Ο καβαλάρης τ’ άλογο το `χε μες στην καρδιά του.
Που να `βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ’ τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο, με καιρούς να σ’ εύρω ή να μ’ εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ’ αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που `μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ’ αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν’ ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί `ταν λαουτιέρηδες που θέλαν’ παρακάλια
ήτανε κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν’ ακούσω απ’ τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ’ όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.
| | Lyrics: Thanasis Papakonstadinou
Music: Thanasis Papakonstadinou
First version: Fenia Papadodima
Other versions:
Yiannis Haroulis
The rider had the horse in his heart.
Where could he find a better friend to confide his secrets.
He fed him wild barley, four-leafed clover;
he had decorations on his saddle of shining shell.
He was white, bright white, he was fast and smart,
he galloped on the naked mountain and avoided the shadow.
But one ill-fated day, beneath a fig tree,
he came across a snake which gave its bite.
Five minutes didn’t pass, but centuries passed
the rider sang his death laments and caressed its flanks.
“My companion, confide in me; where are you going, as you are leaving?
Let’s make a vow. In time I will find you or you will find me.”
He returns, bent over, to his house, and opens the door, bent over,
He nails shut the windows and throws himself into drink.
In the meantime, the birds wrapped the horse’s
skeleton, leaving only the tail.
A craftsman passed by, who had learned in Kremona
to make fiddles, violins which would last for years.
He saw the hair of the tail, white and silky,
he took it and made bows of it, one by one.
It took the young man two months to open the window
On the first day of the Third month he goes out to the fair.
There were lute-players who wanted to be asked to play,
and a violin player who turned heads.
“Health and joy to the fiddler. I will give you lots of money.
I want to hear the good stuff, maybe I will feel lighter.”
Ten times he passed resin over the bow,
he fit it to his chin, his instrument, with pride,
and as he began to bow, up and down,
he turned the world upside down, put the earth on a plate.
He throws handfuls of money, the man, and dances
he hears whinnying and his mind leaves.
| |