| Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Σπύρος Σαμοΐλης
Πρώτη εκτέλεση: Χορωδία
Ἄ, Μαγιακόφσκι, Μαγιακόφσκι, τρέξε, τρέξε, πρόφτασε
πῶς νὰ τὸν πεῖ κανείς μονάχος του τοῦτον τὸν ἄνεμο
ντελάλης μὲ ντελάλη, σάλπιγγα μὲ τύμπανο, ντελάλης,
ἕνας ντελάλης ὄρθιος στὴν κορφὴ πανύψηλου βουνοῦ χειρονομεῖ, φωνάζει,
κραυγάζει ἕνα χαρούμενο ἄγγελμα στὸν κόσμο πνίγεται ἀπὸ τὴ χαρά του, λαχανιάζει
χειρονομεῖ, φωνάζει, κλαίει,
ο ἄνεμος παίρνει τὴ φωνή του δὲν ἀκούγεται
χρειάζονται χιλιάδες στόματα μαζί, χιλιάδες σάλπιγγες φωνάζει
δίνει σινιάλα μὲ τὰ χέρια του, ἀνεμίζει
ἕνα μεγάλον οὐρανό, ἕνα σύγνεφο, μιὰ κόκκινη παντιέρα,
ὁ ἄνεμος μπλέκει τὶς χειρονομίες του δὲν ξεχωρίζουν τὰ σινιάλα,
οἱ ἄνθρωποι κλαῖνε ἀπ’ τοὺς νεκρούς δὲν καλοβλέπουν
ὁ ἄνεμος τοὺς στεγνώνει τὰ βρεγμένα τσίνορα· λάμπουν τὰ μάτια του,
ὁ ἄνεμος τινάζει πίσω τὸ σακκάκι του σημαῖα
φουσκώνει τὸ πουκάμισό του σὰν πανὶ καραβιοῦ μεσοπέλαγα
ἀναστατώνει τὰ μαλλιά του σὰν τὸ καπνὸ τοῦ καραβιοῦ πού σφιρίζει σιμώνοντας τὸ μέγα λιμάνι
ἐνῶ τὸ φῶς ἀνεβαίνει ἀπ’ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
κι οἱ σάλπιγγες σημαίνουν ἐγερτήριο στὴν Κόκκινη Πλατεία τῆς Μόσχας
κι οἱ λαοὶ ἀνεμίζουν τὶς σημαῖες τους στὶς προκυμαῖες.
Ἄ, τρέξε Μαγιακόφσκι νὰ τὸν πούμε αὐτὸ τὸν ἄνεμο.
Τρέξε, Σικελιανέ, τρέξε Ἀραγκόν, τρέξε Νερούντα
τρέξε Ναζὶμ Χικμὲτ νὰ τραγουδήσουμε τοῦτον τὸν ἄνεμο.
| | Lyrics: Yiannis Ritsos
Musica: Spyros Samoilis
Prima esecuzione: Horodia
Ah, Majakovskij, Majakovskij, corri, corri, arriva in tempo -
come può uno da solo cantare questo vento
araldo con araldo, tromba con timpano, araldo,
un araldo dritto sulla cima di un altissimo monte col gesto, la voce,
il grido annuncia al mondo una buona novella - soffoca di gioia, ansima
col gesto, la voce, il pianto,
il vento afferra la sua voce - non si sente -
occorrono migliaia di bocche unite, migliaia di trombe - grida
lancia segnali con le braccia, sventola
un vasto cielo, una nuvola, una bandiera rossa,
il vento confonde i suoi gesti - i segnali non si distinguono,
gli uomini piangono per i loro morti - non vedono chiaro
il vento asciuga le loro palpebre umide: - splende il suo sguardo,
il vento agita la falda della sua giacca come una bandiera
gli gonfia la camicia come vela di nave in alto mare
gli arruffa i capelli come il fumo della nave che fischia
avvicinandosi al grande porto
mentre la luce sale dai quattro punti dell'orizzonte
e le trombe suonano la sveglia nella Piazza Rossa di Mosca
e i popoli sventolano le loro bandiere sulle banchine.
Ah, corri Majakovskij a cantare questo vento.
Corri, Sikelianòs, corri Aragon, corri Neruda
corri Nazim Hikmet per cantare tutti insieme questo vento.
| |