| Στίχοι: Κωστής Παλαμάς
Μουσική: Γιάννης Αρχιμανδρίτης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Λυμπεράκου
Γνωρίζω κάποια μυστικά που δεν τα ξέρουν άλλοι
αφού ξεχώρισες απ’ την αγκάλη,
απ’ την αγκάλη του παντός πριν της ζωής το κύμα
σε ρίξει στ’ ακρογιάλια μας με κόρης αγνό σχήμα.
Αφού ξεχώρισες ψυχή λευκή σαν γαλαξίας
απ’ τη γαλήνη της ανυπαρξίας,
ένιωσες πρώτα τη ζωή μέσα στης γης τα βάθη
ακίνητη, άνεργη, θολή και δίχως νου και πάθη.
Πετράδι πρωτοβρέθηκες, βαθιά σ’ ανήλια μέρη
και μιαν ημέρα σκόρπισες λευκή φεγγοβολιά
μα πριν στολίσεις κανενός το χέρι
και στέμμα πριν πλουτίσεις βασιλιά,
η μοίρα ήρθε την λάμψη σου να κόψει
και χάθηκες κι άλλαξες όψη.
Κι ακόμ’ ανέβεις ένα σκαλοπάτι
τη σκάλα την τεράστια, την ζωή
κι έγινες κρίνο ολόλευκον αλλά προτού ένα μάτι
να σ’ αντικρίσει και προτού να σε χαϊδέψει μια πνοή,
η μοίρα σε ξερίζωσε, μαράθηκες και πάλι, μορφήν επήρες άλλη.
Άλλη ακριβότερη μορφή, με πιο σοφά στολίδια
και κύκνος γλυκοτάραξες της λίμνης τα νερά.
Αλλ’ όμως πριν ανοίξεις τα φτερά
γοργά για μακρινά, για μακρινά ταξίδια,
η μοίρα κάρφωσε το πέταμά σου
και πέθανες κι ανοίχτηκαν άλλοι ουρανοί μπροστά σου,
άλλοι ουρανοί κατάβαθοι και ασύγκριτοι κι εφάνης
στα νυχτωμένα μάτια μας, ολόφωτη παρθένα.
Αλλ’ όμως πριν να κάνεις την ευτυχία μιας καρδιάς
που είχε πλαστεί για σένα, της μοίρας ήταν η βουλή
και σ’ έβαλαν να κοιμηθείς πάλι βαθιά στο χώμα...
Ψυχή, ποιο σχήμα σε προσμένει ακόμα;
Ποιος κόσμος εντελέστερος παρθένα σε καλεί;
Αλλά γνωρίζω κάποια μυστικά που δεν τα ξέρουν άλλοι.
Δε σε τραβάει κανένα περιγιάλι,
δεν έχεις πια καρδιά, ευωδιά, ακτίνες και φτερά
και δε σε ξεχωρίζει πια θωριά, ομορφιά καμιά.
Δε σε μεθάει του κόσμου πια η χαρά,
του κόσμου δε σε δέρν’ η τρικυμία.
Τίποτε πλέον τ’ όνειρο του κόσμου, όνειρο πλάνο,
πια τίποτε στα μάτια σου δε θα το ξαναφέρει
και πια ν’ απλώσει δεν μπορεί, ψυχή,
σ’ εσένα πάνω η μοίρα σιδερένιο χέρι.
Η θεία του παντός δικαιοσύνη
η ολάγρυπνη, την άφραστην ανάπαυση σου δίνει
γιατί από τη στιγμή τη μακρινή που ήρθες, ξεχώρισες
ψυχή λευκή σαν γαλαξίας απ’ τη γαλήνη της ανυπαρξίας,
άδολη, πάναγνη έζησες, έλαμψες, μοσχομύρισες.
Γι αυτό μες’ τη γαλήνη την παντοτινή,
μες’ στην ασάλευτη γαλήνη εγύρισες.
| | Letras de Canciones: Kostis Palamas
Música: Yiannis Arhimandritis
Primera representaci: Maria Lyberakou
Conozco ciertos secretos que otros no saben.
Cuando te separaste del abrazo
del abrazo del universo, antes de que la ola vital
te arrojara a nuestras costas con forma pura de muchacha,
tras separate, alma alba cual galaxia,
de la serenidad de la inexistencia,
sentiste primero la vida en las profundidades de la tierra,
inmóvil, inactiva, turbia, sin mente ni pasiones.
Primero fuiste gema, en hontanares sin sol
y un día soltaste albos rayos solares
mas antes de que ornaras la mano de alguien
o enriquecieras la corona de algún rey.
llegó el destino y cortó tu resplandor.
Y desapareciste y cambiaste de aspecto.
Y subiste un peldaño más
en la esclera ingente de la vida. Tte convertiste
en azucena blanquísima. Pero antes de que algún ojo
se posara sobre ti y de que se acariciara un aura, te desarraigó
el hado, te marchitaste y volviste a tomar distinta forma.
Una forma más cara, con ornatos más sabios:
cisne surcaste con dulzura las aguas del lago.
Pero antes de que abrieras las alas
raudas para largos viajes, muy largos,
el destino clavó tu vuelo
y moriste y se abrieron otros cielos ante ti,
cielos hondísmos e incomparables, y te mostraste
ante nuestros ojos somnolientos como doncella luminosa.
Mas antes de que pudieras hace feliz un corazón
creado para ti, fue voluntad del destino
y dormiste de nuevo en las profundidades de la tierra...
Querida, ¿qué forma te espera aún?
¿Qué mundo más perfecto te llama, muchacha?
Conozco otros secretos que no saben los demás.
No te atrae ningún litoral.
Ya no tienes corazón, fragancia, rayos de sol ni alas.
Y ya no te distingue, rostro, hermosura alguna.
Ya no te embriaga la alegría del mundo,
ni del mundo te azota la tempestad.
Ya nada, hacia el sueño del mundo, sueño embaucador,
ya nada volverá a atraer tus ojos hacia él.
Y ya no puede el destino, querida,
echar su mano de hierro sobre ti.
La divina justicia universal,
con celoso desvelo te otorga reposo indecible;
pues desde el momento que desde la serenidad de la inexistencia
te distinguiste, alma alba cual galaxia,
sin dolo, purísima, has vivido, lucido y prefumado.
Por eso has vuelto, a la calma atemporal,
a la serenidad sin vaivenes.
| |