| Στίχοι: Αλέκος Γαλανός
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Πόλυ Πάνου
Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν
να που δεν ξέρουν τι `ναι πόνος και καημός,
πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν,
πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός.
Πνιχτές ανάσες και βρισιές,
βαμμένα χείλια παγωμένα στις γωνιές.
Κι είναι θάνατος αργός
του πεζοδρόμιου ο νόμος ο σκληρός.
Πληρωμένες αγκαλιές
ιστορίες τραγικές
γράφονται μέσ’ στις κρύες φτωχογειτονιές.
Το τραγούδι σπαραγμός
η ζωή κατατρεγμός,
το καλντερίμι ένας ατέλειωτος καημός.
Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν,
να που δεν ξέρουν τι `ναι πόνος και καημός.
Πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν,
πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός.
Σβήσαν τα φώτα στα στενά
του λιμανιού τα καλντερίμια σκοτεινά
και σταμάτησε η ζωή
το ψέμα το φτασιδωμένο της να ζει.
Πίκρα, δάκρυ, στεναγμός
ξεχαστήκαν κι ο καημός
έγινε όνειρο γαλάζιος ουρανός
και τα πρόσωπα χλωμά,
κουρασμένα τα κορμιά
μέσα στον ύπνο ψάχνουν να `βρουν λησμονιά.
| | Lyrics: Alekos Yalanos
Music: Stavros Xarhakos
First version: Poly Panou
Whoever didn't get to know the port's cobbled streets
Doesn't know how pain or sorrow feels
They don't know how a man cries when his dreams have faded
Or how bitter is society's persecution
Muffled breaths and imprecations
Red lips having been frozen in the corners
A slow dreath as it is,
The cruel law ruling the streets
Εmbraces that have been bought
Tragic stories
Are written in the cold poor neighborhoods
Songs turn into agony
Life turns into persecution
Cobbled streets turn into an incessant sorrow
Whoever didn't get to know the port's cobbled street
Doesn't know how pain or sorrow feels
They don't know how a man cries when his dreams have faded
Or how bitter is society's persecution
The lights have died at the narrow streets
The cobbled paths of the port have been sunk into darkness
Life has stopped
Living within the lie it has created
Bitterness, tears, sighs
All have been forgotten and the sorrow
Has become a dream, a blue sky
And the pale faces
With the exhausted bodies
Are seeking oblivion in their sleep
| |