|  | Στίχοι: Παραδοσιακό
 Μουσική: Παραδοσιακό
 Εκτελέσεις:
 Αλκίνοος Ιωαννίδης
 
 Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
 Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν
 Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
 Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην
 
 Ψουμίν νερόν είχεν πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
 Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
 Τζαι δεν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
 Ταΐνιν του εκάμνασιν ποναν παιδίν να φάει
 Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει
 
 Άλλοι είχαν έξι και οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
 τζι ήρτεν γυριν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα
 Είχεν μιαν κόρην μονασιήν τζι είχεν να την παντρέψει
 Θέλοντας τζαι μη θέλοντας του δράκου να την πέψει.
 
 Παντές τζι η κόρη εν άγιος, Χριστός τζι απάκουσεν την
 Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
 τζαι με την σέλλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν
 
 Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σιαιρετήσει
 Για να την πω μουσκοκαρκιάν, μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
 Για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έχει αγκάθια
 Άτε ας τη σιαιρετήσουμε σαν σιαιρετούμεν πάντα
 
 Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζαι γεια σου
 Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου
 τζι είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
 Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζαι να σε φάει
 
 Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δε φτάνω
 Άνθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
 Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
 Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου
 
 Να σου ποτζεί τον δράκοντα που κάτω τζι ανεβαίνει
 τζι όταν τους είδε τζι ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
 Μπουκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιώμαν την κοπέλλαν
 τζαι ως τα λιωβουττήματα άππαρον με την σέλλαν
 
 Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην
 τζαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην
 Βκάλλει που το δισσάτζιν του μεάλον αλυσίδιν
 τζι έπκιασεν τζι εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν
 
 Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
 Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
 Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν
 
 Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
 Ποιος ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
 Να δώκω το βασίλειον μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
 Να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου
 
 Τζι επολοήθην Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του
 Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
 Μιαν εκκλησιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
 Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
 Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου.
 
 
 |  | Lyrics: Paradosiako
 Music: Paradosiako
 Other versions: ."\n"Alkinoos Ioannidis
 
 It was Ash Monday, the day they prepare the food
 In the boat it went the first week
 And it took 3 days to pass Beirut
 Bread and Water could not be found in this country
 
 There was lots of bread and water far down on the plain
 Down there there a great dragon
 And he wouldn't let the water flow to their country
 So they bargained to feed him one child each
 To release the water to flow to their country
 
 Some had six and others eight and they would send him one
 And round came the turn of our lord, the king
 He had but one daughter, and he had planned for her to marry
 Whether wanting to or not he sent her to the dragon.
 
 As though the daughter was a saint, and Christ heard her
 There is St George coming down
 with his golden saddle and golden horse
 
 He stood there wondering how to greet her
 To call her a clove, cloves have branches
 To call her a rose, a rose has thorns
 So let us greet as we always greet
 
 Good day young lady, good day and good health to you
 May cloves and roses be about your head
 And what are you doing young lady, by the dragons well
 The cunning dragon who could jump out to eat you
 
 My lord I am not enough to tell you our struggle
 People were turning on each other from their hunger
 This is what fate had for me, this is what was written
 In the belly of the dragon to make my grave
 
 Behold there is the dragon below, climbing up
 And when he saw that they were 3, he was secretly delighted
 I can snack on people, first the man then the girl
 and by the time the sun sets, the horse with it's saddle
 
 A heavy blow he dealt to him, and the whole town shook
 And the kings chair fell and smashed
 He drew out of his satchel a great chain
 and went and tamed the great serpent
 
 Pull it young lady and drag it to town
 So that unbaptised people can see it and get baptised
 So that unbelievers can can see it and believe
 
 Once the king had seen them he was joyous
 Who is it who has done me this great kindness?
 I'll give him all my kingdom and all my treasure
 And even my daughter that he may become my son
 
 And the Saint replied to him and told him
 I don't want your kingdom or your treasure
 You should build a church and dedicate it to Saint George
 Whose day comes on the twenty-third of April
 Whose day comes on the twenty-third of April.
 
 
 |  |