| Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Μουσική: Μη διαθέσιμο
Πρώτη εκτέλεση: Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα.
Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη...
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε
και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει:
`Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;'
`Όχι, δεν μπορώ’ απάντησε ο Πλούτος. `Έχω ασήμι και χρυσάφι στο
σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα `.
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία
που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
`Σε παρακαλώ, βοήθησέ με’ είπε η Αγάπη.
`Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη..
Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου `
της απάντησε η Αλαζονεία.
H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από
αυτή βοήθεια.
`Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου `.
`Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου’ είπε η
Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη,
αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
`Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δε γνώριζε,
αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,
ρώτησε τη Γνώση:
`Γνώση, ποιος με βοήθησε';
`Ο Χρόνος’ της απάντησε η Γνώση.
`Ο Χρόνος;’ ρώτησε η Αγάπη. `Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη'.
| | Lyrics: Manos Hatzidakis
Music: Mi diathesimo
First version: Once upon a time, there was an island where all the sentiments lived.
There, among the rest, lived Happiness, Sadness, Knowledge, Love...
One day they learned that their island would sink
and so everyone made their boats and they started leaving.
Love was the only one who stayed behind. She wanted to stay until the very last moment.
When the island started to sink, Love decided to ask for help.
She sees Wealth who was passing through with his shining boat.
Love asks him:
'Wealth can you take me with you ?'
' No I can't.' Wealth answered. 'I have silver and gold in my boat and there is no room for you.'
Then Love decided to ask help from Arrogance
who was passing in front of her with her beautiful boat.
'Please help me' Love said.
'I can't help you Love...
You are wet and you will ruin my beautiful boat' Arrogance answered.
Sadness was a little further away and so Love decided to ask her for help.
'Sadness allow me to come with you'
'Oh Love, I am so sad that I want to be left alone' Sadness said.
Happiness passed right in front Love
but she also didn't notice her.
She was so happy that she didn't even hear Love asking for help.
Suddenly she heard a voice:
'Love come here ! I will take you with me !'
It was a very old man who Love didn't recognize,
but she was so grateful to him that she forgot to ask his name.
When they arrived at the shore, the old man left and went in his way.
Then Love, knowing how much she owed to the gentleman who helped her,
asked Knowledge:
'Knowledge, who helped me ?'
'Time' Knowledge answered.
'Time?' Love asked. 'Why did Time help me ?'
Then Knowledge smiled and with her deep wisdom said to her:
'Only Time can understand how important Love is'.
| |