| Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Έπεσε ο άνεμος, σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας,
ένα αλέτρι συλλογισμένο, περιμένει τ’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά, το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο,
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί,
είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι,
κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών,
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές,
που διασχίζουν το μέλλον.
Κι η καρδιά μου εμένα, τίποτα πιότερο συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.
| | Lyrics: Yiannis Ritsos
Musica: Hristos Leodis
Prima esecuzione: Nikos Xylouris
E' caduto il vento. Silenzio. Nell'angolo della stanza
un aratro immaginato aspetta l'aratura.
Si sente più distintamente l'acqua che borbotta nella pignatta.
Questi che aspettano sulla panca di legno
sono i poveri, i nostri, i forti,
sono i contadini e i proletari,
ogni loro parola è un bicchiere di vino,
un cantuccio di pane nero,
un albero accanto alla roccia,
una finestra aperta alla luce del sole.
Sono i nostri Cristi, i nostri Santi.
RECITATO DAL POETA
Le loro impronte digitali non stanno solo nelle matricole delle prigioni,
sono custodite negli archivi della storia,
le loro impronte digitali sono fitte linee ferroviarie
che solcano il futuro
E il mio cuore niente più, compagni miei, di una pignatta di terracotta annerita
che fa bene il suo lavoro.
| |