Αγνόησαι τις αυταπάτες
Στίχοι: Βαγγέλης Τασιόπουλος
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Κάποτε το χάρτινο καράβι θ’ ανεβεί εκεί
που πρόσκαιρα
Ο Όλυμπος χτιστός ταξιδεύει εκτινάσσοντας
το ασήμαντο
Στα μηρυκαστικά των οριζόντων
Κι η λύπη γίνεται δική σου
Καθώς το γέλιο σου σκιάζει ο λυγμός
Σαν να αποσβένεσαι σε ό,τι χρήσιμο υστέρησες –
Λαγού μιλιά ο κόπος σου.
– Κρυώνει.
– Έρχεται.
Μιλάς για ν’ ακουστεί το δόλωμα
στο αγκίστρι του υπάτου
Σ’ εκείνο το απαστράπτον ανεμόπλοιο
Έχεις εναποθέσει τις ελπίδες σου.
Ν’ αφαιρεθείς στου ουρανού το άθροισμα
Ήταν τής τύχης εύνοια, θ’ αποφανθούν οι αδέκαστοι
Να μη φανεί το τρένο στο σταθμό
Κι ο γκιώνης
Να μην καλέσει σέ βοήθεια.
Όμως εσύ
Το νεύμα του κυκλάμινου δεν πρόσεξες
Δεν είδες τις ορδές
Αγνόησες τις αυταπάτες
Ξοδεύοντας ενέχυρα πολιτεύτηκες
Στις αγορές
Τα μάτια που λογάριαζαν για σένα ονειρεύτηκαν
Βρήκαν τα ίχνη στο σκοτάδι
Κι ευλαβικά ακολούθησαν