Το λείψανο
Στίχοι: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Τρεις μέρες μες στα Γιάννινα σέρνουνε το κορμί του
τ’ ανάσκελα, τ’ απίστομα και το ποδοκυλούνε.
Ακούς στην πλάκα να χτυπά το φοβερό κεφάλι
και βλέπεις να μπερδεύεται κάποτε στα λιθάρια
η χήτη του κατάμαυρη σαν το φτερό κοράκου.
Τραβούν, τραβούν οι άπιστοι πάντοτε βλαστημώντας

βλαστήμιες που τες άκουσεν ο Άδης και ζηλεύει.
Και τέτοια ήταν η ορμή, το τρέξιμο, η μανία,
που ξεκολλούν, που πέφτουνε οι τρίχες με το δέρμα
κουβαριασμένες, λιγδερές, με γαίμα ζυμωμένες.
Ω τι κατάρα, Πλάστη μου, τι άσπλαχνη κατάρα!

Δε θά `λθει μέρα και καιρός που του Βλαχάβα οι τρίχες
να γένουν άλυσες βαριές, σχοινί, θηλιά, κρεμάλα;
Ο Όλυμπος σαν έμαθε το μήνυμα το μαύρο
εσήκωσε ψηλά, ψηλά την κορυφή στα γνέφη
να ειδεί μέσα στα Γιάννινα το Θύμιο το γιο του.

Κλείσε, βουνό, τα μάτια σου, πατέρα, μη κοιτάζεις
και βλαστημήσεις άθελα του Πλάστου σου το χέρι,
που σ’ έχτισε θεόρατο, ψηλότερο από τ’ άλλα
και γίγαντα, για να θωρείς, από ψηλά να βλέπεις
να σέρνονται τα σπλάχνα σου και να καταφρονιώνται.

Μαυρίζει ο γερο-Όλυμπος, θολώνει, μελανιάζει
και κρύβεται στα σύγνεφα κι αστράφτει και βροντάει.
Είναι τρομάρα του βουνού τ’ άγριο καρδιοχτύπι!
Ωστόσο οι λύκοι τρέχουνε πάντα μ’ ορμή, με βία
και σέρνουνε το πτώμά του και σκούζουν και γελούνε.

Η σάρκα του, τα σπλάχνα του, σπλάχνα που τα `χε ανάψει
φλόγα και θέρμη άσβεστη, ελευθεριάς μανία,
σκορπάνε από τα στήθια του λαχταριστά κι αχνίζουν.
Άλλοι φονιάδες ακλουθούν το λείψανο από πίσω,
βλαστήμιες και περίγελα ακούς για ψαλμωδία.

Ανάμεσά τους φαίνεται κρυμμένος ένας σκύλος,
που συντροφεύει από μακρά τη φοβερή κηδεία.
Το αίμα μη του μύρισε κι ήλθε να ξεδιψάσει;...
Ω κλάψτε, κλάψτε τον πιστό το σκύλο του Βλαχάβα!
Δειλιάζουνε και η τριχιά τούς κόβεται στα χέρια...

Τότ’ ένας γύφτος έσκουξε και σταματήσαν όλοι.
Έβγαλε το μαχαίρι του, το λάρυγγα χαράζει
κι αφού περνά τα δάχτυλα μες στην τομή που χάσκει,
ανασηκώνει τεχνικά το φοβερό κεφάλι,
και με δυο γύρους πο `δωκε στο κοφτερό λεπίδι,

το χώρισε, το σήκωσε, το δείχνει... Φεύγουν όλοι.
Ρίχνει το μάτι ολόγυρα, βλέπει σιμά μια πέτρα,
επάνω της το πίθωσε και ρίχνεται και τρέχει.
Και κάθε λίγο φεύγοντας γυρίζει και κοιτάζει
μη ζωντανέψ’ η κεφαλή και τονε πάρει ακλούθα.

Ενύχτωσε κι εφύγανε χορτάτα τα θερία.
Ο σκύλος μόνος έμεινε. Ξαπλώνεται στο χώμα
και βόγκει, βόγκει ο δύστυχος απ’ την πολλή την πίκρα.
Σαν ήλθαν τα μεσάνυχτα μεμιάς ορθός πετιέται
και με το στόμα μάχεται να φθάσει το κεφάλι.

Κι αιμάτωνε και πλήγιαζε τα έρμα του τα νύχια,
που ξεκολλούν και πέφτουνε σγαρλίζοντας την πέτρα.
Είναι ψηλά, δεν έφθανε. Τεντώνεται, κρεμιέται,
γλιστρά και πέφτει, σκώνεται, ορμά, πηδάει ακόμα
ανδρειωμένο πήδημα κι ανέλπιστ’ ανεβαίνει.

Αρπάζει μες στα δόντια του το φοβερό κεφάλι
κι αντάμα φεύγουνε τα δυο, παίρνουν βουνά και λόγγους.
Κι εκείθε που διαβαίνουνε, ξαφνίζονται τα δέντρα
και το `να τ’ άλλο ρώταγε, ο πεύκος τα πλατάνια,
το κυπαρίσσι την ετιά και η φτελιά τη δάφνη:

"Ποιος να `ν’ εκειός που πέρασε; Μην ήταν ο Βλαχάβας;"
Και γέρνουνε να τον ιδούν, κι εκείνος πάντα φεύγει.
Και προς τα ξημερώματα φθάνει ψηλά στην Όσσα,
ψηλά, ψηλά, κατάκορφα, ανάμεσα στα χιόνια
και σκάφτει λάκκονε βαθύ και χώνει το κεφάλι

κι εκεί σιμά του απλώνεται και πέφτει να πεθάνει.
Χαρά στο χιονοκρέβατο, το μνήμα του Βλαχάβα!
Η μάνα, που τον έκαμε, τα σπλάχνα της ανοίγει
και σαν παιδί μες στην κουνιά να κοιμηθεί του στρώνει.
Αχ! πότε θά `λθει ένας καιρός ο ήλιος ν’ ανατείλει

τόσο ζεστός και φλογερός, που το βουνό ν’ ανάψει,
να λιώσουνε τα κρούσταλλα και τα πολλά τα χιόνια,
για να φανεί πάλε ψηλά στη ράχη το κεφάλι,
να ξαφνιστούν τα Γιάννινα και να το προσκυνήσουν,
ν’ αναστενάξ’ η Αρβανιτιά, κι η έρμη Θεσσαλία

να ιδεί τη νεκρανάσταση και να τηνε γιορτάσει;
Μες στην κοιλιά της μάνας σου, Βλαχάβα μου, κοιμήσου.
Θα νά `λθ’ η ώρα κι η στιγμή τη μήτρα της ν’ ανοίξει
η Όσσα η περήφανη να σε γεννήσει πάλε
και θά βγεις ολοζώντανος και θα να ξεφυτρώσεις

σα σπόρος που δε σέπεται θαμμένος μες στο χιόνι
κι όπ’ όσο στέκεται στη γη τόσο βαθιά ριζώνει.


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('75882') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211