Ἀθανάσης Διάκος – Άσμα πρώτον
Στίχοι: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική: Αμελοποίητα
1η ερμηνεία:

Διάκος
"Ανέβα, Μήτρε, στου βουνού κατάκορφα τη ράχη,
πάρε το μάτι τ’ αϊτού και τ’ αλαφιού το πόδι
και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.
Κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,

με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψεις
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δεις μες στο φυσάτο
να πιλαλάει τ’ άλογο του Ομέρπασα Βριόνη,
πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μου".
Άστραψε απ’ άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,

εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,
έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κι εσβήστηκε σαν άστρο.
Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι
κι ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα:
"Αδέρφια, παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου

και γονατίσετε μ’ εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του
είν’ ανθοστόλιστη εκκλησιά, κι εδώ μας παραστέκει
Εκείνος που την έχτισε, για να Τον προσκυνούμε."
Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δέντρα,
οι βρύσες, τ’ αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ’ αγέρι,

στέκουν βουβά ν’ ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.

"Όταν η μαύρ’ η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,
Πλάστη μου, μ’ εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια
και μὄλεγε να δεηθώ για κειους που το χειμώνα
σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ’ αγριοκαίρια,

για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου
να ξεψυχάει στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,
μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν να `θελε η ψυχή μου
να φύγει με τη δέηση από τα σωθικά μου.
"Ύστερα μὄλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη

να μ’ αξιώσεις μια φορά ένα σπαθί να ζωσω
και να μην έρθει ο θάνατος να μ’ εύρει, να με πάρει,
πριν πολεμήσω ελεύθερος, για Σε πριν το ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου
μου φύτεψες μες στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,

έδωκες μιαν αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου
και μου `πες: Τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα!
"Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμα
και σβηώνται τ’ άστρα Σου για με. Για με θα σκοτιδιάσει
τ’ όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστεί το στόμα

που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση
θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν’ η λύρα,
που μου `ταν αδερφοποιτή κι οπού μ’ εμέ στη φτέρη
αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνει στείρα
και στ’ άψυχο κουφάρι της θα να βογκάει τ’ αγέρι.

"Όλα τ’ αφήνω με χαρά, χωρίς ν’ αναστενάξω.
Και το `χω περηφάνια μου που εδιάλεξες εμένα
αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.
Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα
και δε θα μείνουν άκαρπα τ’ άχαρα κόκαλά μου.

Ευλόγησέ τηνε τη γη οπού θα μ’ αγκαλιάσει
και στοίχειωσε κάθε κλωνί από τα χώματά μου,
να γένει αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
"Θε μου! Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα!
Θα μας θυμάτ’ η Αρβανιτιά και θα την τρώγ’ η ζήλεια.

Θα χλιμιτάνε τ’ άλογα, θα καίνε τον αγέρα
με τ’ άγρια τα χνότα τους γκέκικα καριοφίλια,
θα γένουν πάλε τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα...
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνει λώθρα

σ’ αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι τρόμος..."
"Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ’ αυτόν τον καταρράχτη.
Επάνωθέ μας θα `σαι Συ, και τα πατήματά μας
θα να `χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη
πὄμεινε σπίθ’ ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.

Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν’ ακουστεί στη Δύση
πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ’ ανθοβολήσει
τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα.
Ευλογημέν’ η ώρα!"

Έσκυψ’ ο Διάκος ώς τη γη, έσφιξε με τα χείλη

κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ...
Χαρά στο χόρτο πὄλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Τα νιότα, τη θωριά του

τ’ αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν
κρυφά το θόλο τ’ ουρανού για να διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει
στον κόρφο της η άνοιξη, σαν να `τανε παιδί της.
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.

Χάνει μεμιάς την ασχημιά και την ταπεινοσύνη
ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,
γλυκαίνει το χαμαίδρυο στου χαμαιλιού τη ρίζα
αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι,
που πάντα κρύβεται δειλό και τ’ άπλερο κορμί του

αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα,
τρελό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώσει
στ’ ανδρειωμένο μέτωπο για ν’ ακουστεί πως ήταν
στη φοβερή παραμονή μια τρίχ’ απ’ τα μαλλιά του.
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώρες

όσο κι αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν
ν’ αποστομώσουν το θολό, τ’ αγριωμένο κύμα
του χρόνου που μας έπνιξε. Μ’ εκείνην τη ρανίδα
πὄσταξ’ από τα μάτια του, θα ξεπλυθεί η μαυράδα
που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.

Ο Διάκος στο κρεβάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,
σαν αϊτός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος
έκλωθ’ εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ’ η μέρα
θα να βγουν τ’ αϊτόπουλα με τροχισμένα νύχια,
με θεριεμένα τα φτερά, ν’ αρχίσουν το κυνήγι...

Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,
πριν μας σκεπάσει η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια
να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!
"Ανέβα, Μήτρε, στου βουνού κατάκορφα τη ράχη,
πάρε το μάτι τ’ αϊτού και τ’ αλαφιού το πόδι
και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.
Κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,

με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψεις
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δεις μες στο φυσάτο
να πιλαλάει τ’ άλογο του Ομέρπασα Βριόνη,
πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μου."
Άστραψε απ’ άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,

εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,
έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κι εσβήστηκε σαν άστρο.
Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι
κι ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα:
"Αδέρφια, παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου

και γονατίσετε μ’ εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του
είν’ ανθοστόλιστη εκκλησιά, κι εδώ μας παραστέκει
Εκείνος που την έχτισε, για να Τον προσκυνούμε."
Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δέντρα,
οι βρύσες, τ’ αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ’ αγέρι,

στέκουν βουβά ν’ ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.

"Όταν η μαύρ’ η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,
Πλάστη μου, μ’ εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια
και μὄλεγε να δεηθώ για κειους που το χειμώνα
σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ’ αγριοκαίρια,

για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου
να ξεψυχάει στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,
μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν να `θελε η ψυχή μου
να φύγει με τη δέηση από τα σωθικά μου.
"Ύστερα μὄλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη

να μ’ αξιώσεις μια φορά ένα σπαθί να ζωσω
και να μην έρθει ο θάνατος να μ’ εύρει, να με πάρει,
πριν πολεμήσω ελεύθερος, για Σε πριν το ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου
μου φύτεψες μες στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,

έδωκες μιαν αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου
και μου `πες: Τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα!
"Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμα
και σβηώνται τ’ άστρα Σου για με. Για με θα σκοτιδιάσει
τ’ όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστεί το στόμα

που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση
θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν’ η λύρα,
που μου `ταν αδερφοποιτή κι οπού μ’ εμέ στη φτέρη
αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνει στείρα
και στ’ άψυχο κουφάρι της θα να βογκάει τ’ αγέρι.

"Όλα τ’ αφήνω με χαρά, χωρίς ν’ αναστενάξω.
Και το `χω περηφάνια μου που εδιάλεξες εμένα
αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.
Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα
και δε θα μείνουν άκαρπα τ’ άχαρα κόκαλά μου.

Ευλόγησέ τηνε τη γη οπού θα μ’ αγκαλιάσει
και στοίχειωσε κάθε κλωνί από τα χώματά μου,
να γένει αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
"Θε μου! Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα!
Θα μας θυμάτ’ η Αρβανιτιά και θα την τρώγ’ η ζήλεια.

Θα χλιμιτάνε τ’ άλογα, θα καίνε τον αγέρα
με τ’ άγρια τα χνότα τους γκέκικα καριοφίλια,
θα γένουν πάλε τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα...
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνει λώθρα

σ’ αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι τρόμος..."
"Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ’ αυτόν τον καταρράχτη.
Επάνωθέ μας θα `σαι Συ, και τα πατήματά μας
θα να `χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη
πόμεινε σπίθ’ ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.

Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν’ ακουστεί στη Δύση
πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ’ ανθοβολήσει
τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα.
Ευλογημέν’ η ώρα!"

Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη

κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ...
Χαρά στο χόρτο πὄλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Τα νιότα, τη θωριά του

τ’ αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν
κρυφά το θόλο τ’ ουρανού για να διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει
στον κόρφο της η άνοιξη, σαν να `τανε παιδί της.
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.

Χάνει μεμιάς την ασχημιά και την ταπεινοσύνη
ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,
γλυκαίνει το χαμαίδρυο στου χαμαιλιού τη ρίζα
αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι,
που πάντα κρύβεται δειλό και τ’ άπλερο κορμί του

αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα,
τρελό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώσει
στ’ ανδρειωμένο μέτωπο για ν’ ακουστεί πως ήταν
στη φοβερή παραμονή μια τρίχ’ απ’ τα μαλλιά του.
Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώρες

όσο κι αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν
ν’ αποστομώσουν το θολό, τ’ αγριωμένο κύμα
του χρόνου που μας έπνιξε. Μ’ εκείνην τη ρανίδα
πόσταξ’ από τα μάτια του, θα ξεπλυθεί η μαυράδα
που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.

Ο Διάκος στο κρεβάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,
σαν αϊτός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος
έκλωθ’ εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ’ η μέρα
θα να βγουν τ’ αϊτόπουλα με τροχισμένα νύχια,
με θεριεμένα τα φτερά, ν’ αρχίσουν το κυνήγι...

Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,
πριν μας σκεπάσει η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια
να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!


Fatal error: Uncaught Error: Call to undefined function themefooter() in /home/stixoi/public_html/core.php:211 Stack trace: #0 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(658): Foot() #1 /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php(1371): mob_details('76145') #2 /home/stixoi/public_html/stixoi.php(22): include('/home/stixoi/pu...') #3 {main} thrown in /home/stixoi/public_html/core.php on line 211