Η απώλεια Δημιουργός: Γεωργιρένα, Γεωργιρένα Νεοφύτου Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ζεστή κι απάνεμη η θερινή ετούτη νύχτα. Η σιωπή σαν μαυροντυμένη κόρη κυκλοφορούσε στ’ αδειανά στενά του χωριού και δεν άφηνε ούτε φύλλο να σαλέψει. Το χλωμό αμυδρό φως του φεγγαριού απλωνόταν σαν το αιώνιο χαλί, πάνω στο ήσυχο πέλαγο. Ωσάν όλη η φύσης να θρηνούσε κι αυτή, κι απότεινε φόρο τιμής στην αδικοχαμένη μάνα.
Τα κύματα, γαλήνια, ήρεμα, έγλειφαν τα ασπρόμαυρα βοτσαλάκια και τα τρυφερά του πόδια. Τα δάκρυα είχαν στερέψει πλέον. Τρία μερόνυχτα τώρα απ’ την απελπισία και τα κλάματα κόντεψε να πεθάνει. Δεκαπέντε χρονών παιδί, ο πατέρας έλειπε στη χώρα για δουλειές, κι η μάνα πάει. Αυτοκινητιστικό, την είχε χτυπήσει ένας τουρίστας. Τώρα μόνος πώς θα έθρεφε την αδελφούλα του… Κανένας συγγενής δεν έμενε πια στο χωριό. Αστυφιλία… πήγαν όλοι να δουλέψουν στη μεγάλη πόλη.
Ο πατέρας δυο μέρες τώρα είχε επιστρέψει. Κηδέψανε την Βασιλική, τριάντα εφτά χρονών κοπέλα. Εκείνη τη μέρα κανείς δεν κατέβει στην θάλασσα, κανείς δεν σήκωνε το βλέμμα. Κοντά στα καφενεία η σημαία κυμάτιζε μεσίστια. Η μικρούλα η Κατερίνα δεν μπορούσε να καταλάβει, όλοι την κοίταζαν με οίκτο, ο αδελφός κι ο πατέρας της κλαίγανε. Η τόση αναστάτωση την φόβιζε, μα πού ήταν η μαμά; Είχε ξεκινήσει να κλαίει… κανείς όμως δεν της έλεγε τίποτα. Την επόμενη της είπαν ως η μαμά είχε πάει μια βόλτα στον Χριστούλη. Μ’ αυτό χόρτασε την αθώα παιδική της αφέλεια.
Ήθελε να ξεφύγει, σαν να μην τον ήθελε ο Μορφέας και δεν τον έπαιρνε στην αγκαλιά του. Ορφάνεψε… Τώρα πια σε καμιά αγκαλιά δεν θα χωράει. Κατέβηκε κάτω στην παραλία, κοντά μεσάνυχτα. Έβγαλε τα σανδάλια του και κάθισε κοντά στο νερό, ίσαμε που να φτάνει τα πόδια του. Ήτανε γεννημένος αρχηγός. Έτσι τού ‘λεγε άλλοτε η μάνα του.
«Παιδί μου εσύ, γεννήθηκες άντρας ώριμος, έτοιμος να βαστάξει ολάκερη χώρα» μα ήταν σάμπως και με την μάνα του, έφυγε κι η αντρεία κι η ωριμότητα.
Καθισμένος εκεί σκεφτόταν πως άλλαξε η ζωή του μέσα σ’ ένα λεπτό. Οι αναμνήσεις ταξίδευαν στο μυαλό του σαν μια ταινία. Η μάνα του ήταν εκεί, λίγο ν’ άπλωνε το χέρι θα χάιδευε τα καστανά της μαλλιά. Όμως δεν το ‘κανε γιατί αμέσως στο μυαλό του ήρθε η τραγική σκηνή. Η μητέρα ξαπλωμένη στη καυτή μαύρη άσφαλτο, αίματα παντού, κι εκείνος να τρέχει ν’ αρπάζει το άψυχο πια κεφάλι και να το ακουμπάει, προσεχτικά αυτή την φορά κάτω, και να ξεσπά σε λυγμούς. Όμως φτάνει σκέφτηκε. Έπρεπε να σταθεί αντάξιος των περιστάσεων. Ο πατέρας θα ‘φευγε το πουρνό για την πόλη. Θα ‘μενε μόνος με την Κατερίνα. Σε δυο βδομάδες θ’ άνοιγαν τα σχολεία. Τι θα έκανε; Πού ν’ άφηνε ένα τετράχρονο κοριτσάκι; Μ’ αυτά και με τα’ άλλα έγειρε πίσω, όχι στις αγκάλες του Μορφέα, μα της μαμάς του που ήρθε να τον καθησυχάσει και να τον νανουρίσει.
«Σταύρο ξύπνα, Καλημέρα», γνώριμη φωνή. Το πρωινό αγέρι είχε μπει στο στήθος του. Γύρισε να δει ποιος τον φώναζε.
«Κύριε Δημήτρη! Καλημέρα, τι κάνετε τέτοια ώρα στην παραλία;»
Ο ήλιος φάνηκε στα βάθη του ορίζοντα να ανατέλλει και να προχωρεί προς τον αιώνιο θρόνο του.
« Όταν θέλω να σκεφτώ κατεβαίνω ‘δω κάτω, έτσι πρωί πρωί προτού πυρώσει ο ήλιος. Εσένα σκεφτόμουν. Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Αύριο που θ’ ανοίξουν τα σχολεία, τη Κατερίνα που θα την αφήνεις;»
«Ξέρω κι εγώ… χωρίς την μαμά δεν ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα. Θα πεινάσουμε. Να μαγειρεύω δεν ξέρω, να καθαρίζω δεν ξέρω, να μεγαλώνω ένα τετράχρονο δεν ξέρω. Ο πατέρας δεν βρίσκει δουλειά εδώ και στην πόλη δεν έχει σπίτι να μας βάλει. Τώρα με το σχολείο το πρωί η Κατερίνα θα πρέπει να μένει μόνη, μέχρι να πάει του χρόνου στο προνήπιο.»
« Αχ βρε Σταύρο, κάτι θα σκεφτούμε…» ο κ. Δημήτρης έβλεπε με περίσσια συμπόνια, τον επί έξι χρόνια μαθητή του. Κάποιος έπρεπε να σταθεί δίπλα του κάτι τέτοιες δύσκολες ώρες.
«Σταύρο! Έλα παιδί μου να σε δω πριν φύγω.»
Γυρίσανε κι οι δυο ξαφνιασμένοι από το απρόσμενο κάλεσμα. Φόρεσε τα σανδάλια του, που από την προηγούμενη νύχτα τα ‘χε αφήσει δίπλα του, μάζεψε την στασία του και σηκώθηκε. Ο κ. Δημήτρης έμεινε να βλέπει, καθώς ο Σταύρος προχωρούσε προς τον δρόμο. Ψηλός, λυγερόκορμος, με γυμνασμένα μπράτσα και μακριά κυματιστά σκούρα μαλλιά και πράσινα μάτια.
« Καλημέρα μπαμπά.»
« Έλα ‘δω. Πήγαινε στο σπίτι προτού ξυπνήσει η μικρή και φοβηθεί. Εσύ δεν θέλω να φοβάσαι, είσαι άντρας πια, θα τα βγάλουμε πέρα. Κάθε βδομάδα θα ‘ρχομαι. Θα φέρνω φαΐ για όλη την βδομάδα. Θα καθαρίζουμε τις Κυριακές το σπίτι… θα περάσουμε. Τώρα να μαζέψουμε λίγα χρήματα και θα πάρουμε ένα διαμέρισμα να ‘ρθετε στην πόλη. Τη μικρή να την προσέχεις. Και στο σχολείο δεν είναι ανάγκη να πας φέτος. Εγώ μια χαρά την περνώ κι ας έχω τελειώσει μόνο το δημοτικό.»
« Εντάξει πατέρα θα δούμε.» κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά.
Δεν είχε όρεξη για να συζητήσει τίποτα. Στο μυαλό του όμως αντικρούονταν οι δυο όψεις του πατέρα. Η πρώτη, εκείνη πριν από λίγο καιρό που βλαστημούσε την ώρα και την στιγμή που άφησε το σχολείο και τώρα δεν βρίσκει δουλειά, κι άλλη τούτη που τον θέλει να αφήσει τα γράμματα.
Στο χωριό πέντε χρόνια έχει που λειτουργεί γυμνάσιο και λύκειο. Παλιά έπρεπε να κατεβαίνουν στο Μεγαλοχώρι. Ο πατέρας πρωτοστατούσε τότε, κατέβαινε κι οργάνωνε διαδηλώσεις. Με τα λιγοστά του γράμματα προσπαθούσε να συντάξει ορισμένες προτάσεις κι έτσι έστελνε γράμματα σε σφραγισμένους φακέλους, απαιτώντας να ανοίξει ένα γυμνάσιο. Κι όταν εν τέλει το υπουργείο πήρε την απόφαση και στέγασε το γυμνάσιο στο παλιό χώρο του δημαρχείου, ο πατέρας οργάνωσε μεγάλο γλέντι.
« Έτσι μπράβο το αγόρι. Φεύγω με το πρώτο λεωφορείο για να φτάσω πριν νυχτώσει. Σας έφτιαξα πρωινό και τ’ άφησα στο τραπέζι με λίγα χρήματα. Τη μικρή και τα μάτια σου! Και δεν μου λες ποιος ήταν εκείνος εκεί κάτω μαζί σου;»
« Ο κ. Δημήτρης»
« Α μάλιστα, ο κ. Δημήτρης. Άντε τράβα πες του πως από του χρόνου που θα πάει η μικρή προνήπιο θα επιστρέψεις. Τώρα περνούμε δύσκολα και δεν σε σώζει ούτε ο Μυριβήλης ούτε ο Καζαντζάκης.»
« Καλά πατέρα… Το λεωφορείο φεύγει σε λίγο. Εγώ πάω σπίτι»
Γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Η ροδοκόκκινη αυγούλα μια του χαμογελούσε και μια του τύφλωνε τα μάτια. Ο πατέρας ενίοτε ήταν απόμακρος αλλά τώρα ο καθένας, θα περίμενε πως θα συμπαραστεκόταν στα καημένα τα παιδάκια του που ορφάνεψαν. Δεν είχε όμως στενούς δεσμούς με τα παιδιά. Βλέπονταν τυπικά μια δυο φορές τον μήνα που ερχότανε.
Κατά το απόγευμα, χτυπά το κουδούνι . Τρέχει η Κατερίνα να ανοίξει, προτού προλάβει να την σταματήσει ο αδελφός της.
« Γεια σας. Γεια σου Κατερινούλα μου, πώς είσαι;» και σκύβει και παίρνει στην αγκαλιά του τη μικρούλα.
« Καλά! Παίζω με τον Σταύρο στο σπιτάκι μου!»
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει πρόβαλε στην πόρτα ο Σταύρος. Στο πρόσωπό του κανείς φωτογράφιζε την πλήρη σύγχυση συναισθημάτων. Έκρυβε τη στενοχώρια του μ’ ένα παράξενο χαμόγελο και συνάμα τα μάτια του έμοιαζαν ν’ αντίκριζαν το απόλυτο κενό. Ο απρόσμενος επισκέπτης άλλαξε ξαφνικά την διάθεσή του. Το πρόσωπό του φωτίστηκε.
«Κύριε Δημήτρη! Περάστε καθίστε»
Ο κύριος Δημήτρης ήταν περίπου τριάντα-πέντε χρονών, καταγόταν από το Μεγαλοχώρι κι ήταν ο δάσκαλος στο δημοτικό του χωριού τα τελευταία εννιά χρόνια. Ήταν ανύπαντρος και έμενε μόνος σ’ ένα μικρό σπίτι κοντά στην θάλασσα. Αρκετά μικροκαμωμένος με γαλάζια μάτια και κοντά καστανόξανθα μαλλιά.
«Ευχαριστώ,» είπε και τράβηξε μια καρέκλα από το τραπέζι και κάθισε. Ο Σταύρος του πρόσφερε λίγο νερό, έβγαλε και τη φρουτιέρα στο τραπέζι και κάθισε απέναντι . Η Κατερίνα, σαν μικρή πριγκηπέσα μέσα στο ροζ της φορεματάκι πήγε στο κουκλόσπιτό της και συνέχισε να παίζει.
«Το σκέφτηκα. Πριν έρθω πήγα στον δήμαρχο του χωριού και δεν έχει αντίρρηση.»
«Τι πράμα;» αναθάρρησε με περίσσια απορία.
«Η Κατερίνα είναι αρκετά ώριμη, έτσι κι αλλιώς σε πέντε μήνες θα γίνει πέντε. Κανόνισα και θα τη δεχτούν στο προνήπιο από τα φέτος. Τρία παιδιά είναι όλα κι όλα.»
Η χαρά κι η ανακούφιση του Σταύρου δεν περιγραφόταν εκείνη την ώρα. Αυθόρμητα σηκώθηκε κι αγκάλιασε τον άνθρωπο που μέσα στην δυστυχία του, ήταν εκεί δίπλα του σαν πατέρας.
«Ακόμη κάτι. Σταύρο κάτσε, ηρέμησε, δεν κάνει, τίποτα.»
«Πείτε μου, πείτε μου. Ότι θέλετε.»
«Οικογένεια εγώ ακόμη δεν έχω, και ξέρεις ότι σ’ αγαπώ περισσότερο κι από αδελφό μου. Ε, το λοιπόν, αφού μαγειρεύω που μαγειρεύω για μένα δεν θα κάνει κόπο να βάλω λίγο παραπάνω και για σας.»
«Μα κ. Δημήτρη, δεν είναι ανάγκη. Θα θυμώσει ο πατέρας σαν μάθει πως γεννήκαμε βάρος ξένου ανθρώπου.»
«Μην λες ανοησίες. Και δεν νομίζω να ‘χει αντίρρηση κανείς. Δυο παιδιά μόνα πρέπει κάποιος να τα νοιαστεί…»
«Κι αφού δεν τα νοιάζεται ο πατέρας τους…»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο. Ο πατέρας σας δουλεύει για σας, για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένεια του, περνάει κι εκείνος πολύ δύσκολα, μην τον κατηγορείς. Κι αν θέλεις να νιώθεις πιο άνετα τότε θα μαγειρεύουμε κι απ’ το δικό μου, κι απ’ το δικό σας το φαΐ και θα αλληλοβοηθούμαστε για το καθάρισμα. Όποτε θέλεις να μένεις μόνος θα μου φέρνεις τη μικρή να την προσέχω, να ‘χω κι εγώ λίγη παρέα. Όταν πάλι θέλεις εσύ παρέα θα ‘ρχεσαι να με βρίσκεις.»
«Ευχαριστώ Θεούλη μου! Κ. Δημήτρη να σας φιλήσω! Είστε πολύ συμπονετικός. Θα σας βοηθάω, ότι θέλετε θα κάνω. Χαλί να με πατήσετε.»
«Μα τι λες βρε Σταύρο. Άσε τις ανοησίες και ψήσε ‘κει έναν καφέ.»
Η πρώτη βδομάδα πέρασε ήσυχα. Η Κατερίνα δεν ρωτούσε πολλά. Κάθε μεσημέρι ο δάσκαλος μαγείρευε με τα παιδιά και το απόγευμα πηγαίνανε βόλτα στην παραλία. Το Σαββατοκύριακο που επέστρεψε ο πατέρας και έμαθε όσα είχαν συμβεί, δεν ήξερε πως θα ευχαριστούσε εκείνον τον άνθρωπο.
Οι δυο βδομάδες πέρασαν και ήρθε ο καιρός να πάνε σχολείο. Η Κατερίνα ήταν πολύ χαρούμενη και γρήγορα έπιασε φιλίες με τα άλλα τρία παιδιά. Οι φίλοι του Σταύρου επέστρεψαν από τις διακοπές τους και σαν έμαθαν τι είχε συμβεί ήταν όλοι πρόθυμοι να βοηθήσουν. Αλλά αν δεν ήταν ο κύριος Δημήτρης τίποτα απ’ αυτά δεν θα ‘ταν αλήθεια. Κάθε μέρα φρόντιζε τα παιδιά σαν να ‘ταν δικά του. Κάθε απόγευμα το περνούσαν μαζί. Συζητούσαν σαν άντρας προς άντρα, κι Κατερινούλα μεγάλωνε, κι έμαθε να γράφει και να διαβάζει, και μια μέρα όταν επέστρεψε από το σχολείο, κρατούσε μια μεγάλη κάρτα που έγραφε ‘Σ’ αγαπώ’ και την έδωσε στον κ. Δημήτρη.
Του Σταύρου του έλειπε η μάνα του πολλές φορές. Πήγαινε στο μνήμα και την έβλεπε. Όμως σαν από μηχανής Θεός, ο κ. Δημήτρης ήταν εκεί να τον παρηγορήσει.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-05-2009 | |