Τραγωδία για δύο Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη Graftike ton perasmeno Augousto... me polli polli epifula3i k.suaddo ;p Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Έκρυβες το ευαίσθητό σου πρόσωπο
Πίσω απ’τη σκληρή μάσκα του φαίνεσθαι.
Φεγγάρια σκότωνες κρυφά,
Μη δει ο κόσμος το δάκρυ που χύνεις
Όταν αυτά –άθελά τους-
Σου θυμίζουν
Καλοκαιρινές αγάπες, καλοκαιρινές αυταπάτες.
Στ’αστέρια ορκιζόσουν εκδίκηση,
Της σιωπής τα μαχαίρια ακόνιζες,
Γιατί φοβόσουν μια πλευρά του εαυτού σου
Ολότελα δωσμένη σε ουράνιους ρομαντισμούς,
Επήγειους πειρασμούς.
Φορούσες το κάλπικο χαμόγελό σου
-ασπίδα ενάντια στη ντροπή-
Κι άγκυρα έριχνες σε πολυσύχναστα λιμάνια
Ψάχνοντας να ‘βρεις το γιατρικό
Που τέλος θα ‘βαζε
Στο μαρτύριο μιας ψυχής που ξεψυχάει.
Μισούσες την αλήθεια γιατί
Ποτέ δεν έμαθες το νόημα της,
Γιατί ποτε δεν μπόρεσες να ανιχνεύσεις
Την λαμπερή ουσία που την κάνει τόσο μαγική.
Γοητευμένος απ’τους βυθούς μυστηρίου
Μιας ζώης που αναπνέει μονάχα
Μέσα απ’το βάναυσο συμφέρον,
Έκλεινες τα μάτια -το σήμα κινδύνου
Που σου έστελνα μη λάβεις-
Κι εθιζόσουν σ’ απολαύσεις
Που σε καθησύχαζαν –τι ειρωνία!-
Πως ο θάνατος θ’αργούσε να’ρθει
Στα δικά σου μονοπάτια.
Αδύναμος μπροστά σε συνειδητοποιήσεις καθοριστικές
Για την εξέλιξη του πνεύματός σου
Προτιμούσες τον εαυτό σου να περιορίζεις
Στα ρηχά νερά της άγνοιας-είναι που φοβόσουν
Το άγνωστο του βάθους,
Είναι που ήξερες πως η τράπουλα του πλήθους
Κόντρα παίζει σε αυτούς που ξέρουν καλά
Πώς να προκαλούν.
Χωμένος σε καρτ ποσταλ μιας άλλης εποχής,
Με λαχτάρα αναπολούσες όλους τους ήχους,
Τις ανάσες, που φυλακίζει μια φωτογραφία.
Χαμένος στις κορνίζες του χρόνου,
Ένιωθες να ανταλλάζεις την ελευθερία του χθες
Με την μονοτονία του σήμερα,
Ίσως γιατί η πραγματικότητα δεν σου ‘δινε
Αυτή τη συμφέρουσα εναλλακτική,
Που τόσο περίμενες
Για να μπορέσεις έτσι νέα όνειρα να πλέξεις.
Τα μάτια σου προέδιδαν την ανάγκη σου
Για κατανόηση, μα η φωνή σου αγέρωχη
με την πειστική της πνοή
θαρρείς πως Έσκιζε τον βελουδένιο αγέρα.
Ήθελες να σκύψεις το κεφάλι,
Στο χώμα να κυλήσεις, απ’την αρχή
Να γεννήθεις και να ξαναγαπήσεις,
Όμως δείλιαζες γιατί αν ρίσκαρες
Ίσως και να ‘χανες του έρωτα αυτή την μοιραία παρτίδα.
Έσφιγγες τις χούφτες σου να εγκλωβίσεις
Της αγάπης τα γοργά ποτάμια, μα βυθιζόσουν
Στις θλίψεις της απόρριψης,
Ξεχνώντας πως το μισό φταίξιμο
Για τελειότητες που υποβιβάστηκαν σε μετριότητες
Άνηκε απ’ ανέκαθεν σε σένα.
Η καρδιά χτυπούσε όμως έπνιγες τα πάθη της
Σε διασκεδάσεις εφήμερες
Που διάρκεια είχαν όσο οι ηλιόλουστες μέρες,
Κατά το απέραντο χρονικό διάστημα
Που κρατάει μια βαρυχειμωνιά.
Μετρούσες στα δάκτυλα σου
Τα πλήγματα που δέχτηκε η τιμή σου,
Του έρωτα έβριζες τα αχαλίνωτα πάθη,
Προκαλούσες την αμαρτία σε θανάσιμη μονομαχία,
Νομίζοντας πως όπλο θα είχες
Μια πίστη που ξεθώριαζε μαζί
Με τον προειδοποιητικό ήχο των σειρήνων.
Άπλωνες το χέρι εκλιπαρώντας περαστικούς άρχοντες
–που τύγχαινε να ‘ναι φίλοι σου μα και προδότες-
Για λίγα ψίχουλα αληθινής –ή στην αίσχατη και ψεύτικης-
Αγάπης.
τις γκρίζες ρωγμές του ουρανού σου Προσπαθούσες να γεμίσεις
Και μες στο παραλήρημα της απελπισίας σου,
Άφηνες την πιο αυθεντική πλευρά της ύπαρξής σου
Να αιμορραγεί αφημένη σε τρομακτικά μπουντρούμια
Απανθρωπιάς κι υποκρισίας.
Σαν τρελό αγρίμι σε απέραντες εκτάσεις
Που ευδοκημεί μοναχά η αναλγησία,
Ποθούσες μέλος να γίνεις κάποιου κοπαδιού
Που στόχο είχε –δήθεν- να ακολουθήσει κάποια
(μα ποια;) πορεία σωτηρίας.
Στα χαλάσματα του συντετριμμένου εαυτού σου,
Πάσκιζες να βάλεις στη σειρά τα κομμάτια ενός παζλ
Που μάλλον η μοίρα το ‘θελε
Και ποτέ δεν θα ολοκληρωθεί.
Πώς να σε σώσω μάτια μου
Από απρόσωπες και διπλοπρόσωπες υπάρξεις
Που κάποιος διάβολος τις έστειλε
Με αβεβαιότητα να νοθεύσουν την ακεραιότητά σου!
Πώς να σε βγάλω μάτια μου
Απ’ένα λαβύρινθο πόνου,
Που τυφλά υπηρετείς
Κι ας σε διαλύει!
Σαν καρφιά οι θύμησες μιας άλλης εποχής
Πληγώνουν το μυαλό μου.
Στέκομαι πλάι σου μα με λούζει κρύος ιδρώτας.
Βλέπω το πρόσωπο που αγάπησα
Αποστεγνωμένο από κάθε είδους κατανόηση
Και τρομάζω.
Παρατηρώ τα μάτια σου και βλέπω
Δυο μάτια άλλοτε πλουτισμένα με αρετή
Τώρα χαμένα στο κενό. Δυο μάτια άδεια.
Ανέκφραστα. Κρύβονται πίσω από λέξεις πλαστικές,
Πίσω από χαρές νοσηρές, ισοπεδωμένες αλήθειες.
Πονάω. Θέλω το χέρι μου να απλώσω,
Γέφυρα να γίνω να ενώσω την εικονική γη
Που σε φιλοξενεί απόψε
Με τη γη του ονείρου.
Θέλω να πάρω κιμωλία, στο πρόσωπό σου
Να ζωγραφίσω το φεγγάρι,
Αφανίζοντας έτσι το σκότος που σε έχει καταβάλει.
Θέλω να ανάψω σπίρτα κάθαρσης
Εσένα να απαλλάξω απ’τη μάσκα
Που κατατρώει της ψυχής σου τα ανεκτίμητα μαργαριτάρια.
Μα πώς να μπορέσω μάτια μου
Να σε βγάλω από ένα παιχνίδι φαύλο κύκλο
Που σ’έχει εθίσει σε στοιχήματα αναίδιας,
Ανταλλαγές μελαγχολίας!
Μα πώς να βρω μάτια μου
Το χημικό αντίδοτο
Που θα σε βγάλει από μια μιζέρια
Που εσύ ο ίδιος έχεις επιλέξει!
Κρύβω το πρόσωπό μου
Που από αγανάκτηση τώρα πια έχει ματώσει
Κι υπνωτίζω το μυαλό προσπαθώντας
Απ’τη θύμησή σου να το απαλλάξω.
Χάνεσαι... μέσα στο χάος του παράλογου χάνεσαι
Που πήρε την μορφή του λογικού για να σε ξεγελάσει.
Σπαράζεις μα-τι κρίμα- άργησες βοήθεια να ζητήσεις,
η απογοήτευση
Πέτρα την έχει κάνει την καρδιά μου
Έχει στεγνώσει την υγρή ματιά μου.
Στο κρύο παρκέ κείτομαι απόψε διαλυμένη,
Άυπνη για μέρες, ανάμεσα σε άδεια όνειρα,
Και σκέψεις που φέρουν το εύηχο όνομά σου.
Το παράθυρο μισάνοιχτο,
Με τυλίγει η δροσιά κάποιου άγνωστου αυγούστου
Που μαζί του κουβαλάει την ανάμνηση
Του παλιού εαυτού σου-
Εκείνου του εαυτού
Που με νύχια και με δόντια προσπαθούσα
Εδώ και ώρες, μέρες, χρόνια,
Στην επιφάνεια να βγάλω. Απογοήτευση.
Τα αστέρια μού κλέβουν απόψε
Τα τελευταία χνάρια δύναμης που μου έχουν απομείνει.
Χάνεσαι, στις θάλασσες των άμυαλων χάνεσαι,
Στις αχανείς ερήμους μιας ζωής ηλεκτρισμένης,
Χάνεσαι. Αν στο μέλλον ποθήσεις να ξεφύγεις, άργησες.
Θύμα είμαι γω, κι απόψε πεθαίνω.
Θύμα είμαι ενός κόσμου, που διάπλατα κλείνει τις πόρτες του
σε όσους ακόμα ζωγραφίζουνε το σχήμα
της καρδιάς στους τοίχους,
σ’όσους ακόμα τραγουδούν για την αγάπη
σε ξύλινες παράγκες που φθείρονται
απ’την υγρασία του εγωισμού
που πάντα υπερισχύει.
Χάνεσαι, σε λάθη, πάθη, αδυναμίες αχροίων.
Μα το ρολόι δεκατρείς φορές χτυπάει απόψε.
Οι λέξεις κλείνονται σε μπαούλα που δε θα ξανανοίξουν,
Τα αισθήματα γίνονται σύννεφα που κλαίνε
Για καρδιές που έχασαν το κόκκινο τους χρώμα,
Οι ελπίδες μαραίνονται στην έλλειψη
Αναζωογονητικής συμπόνιας.
Το ρολόι δεκατρείς φορές χτυπάει.
Είναι η ώρα που θα πω αντίο.
Εγκαταλείπω αγκομαχώντας ένα πεδίο μάχης
Που μου στέρησε τον αληθινό Εαυτό σου.
Βλέπεις, τρομαγμένος κρυβόταν
(Ο αληθινός εαυτός σου)
Πίσω από πανωπλίες για δειλούς στρατιώτες,
Για υπασπιστές που υπηρετούν μονάχα
Το ψυχρό συμφέρον.
Χάνεσαι, μα είναι ώρα να φύγω.
Αρκετά εχώ παιδέψει όλο μου το είναι,
Εσένα –μάταια- προσπαθώντας
Στο δρόμο της αλήθειας πίσω να φέρω.
Άργησες, μάτια μου. Κι είναι ώρα να φύγω.
Άργησες, μάτια μου. Δεν υπάρχει άλλη λύση, λυπάμαι.
Κι εσύ κόσμε που πάντα κατέστρεφες προσωπικότητες -διαμάντια-τι φρίκη!- να ξέρεις πως κι απόψε εσύ είσαι ο ένοχος γι αυτή την τραγωδία. Τραγωδία για δύο. Για εκείνον που χάνεται, και για μένα που τον χάνω. Απόψε ήσουν εξαίσιος δολοφόνος, βελτιώνεσαι. Δύο θύματα μέσα σε μία μόνο νύχτα... εύγε!
Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-05-2009 | |