-πες μου τι σκέφτεσαι Δημιουργός: ConstantineMuhT Αφιερωμένο στη Χριστίνα. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info -Πες μου τι σκέφτεσαι...
-Τον δρόμο της επιστροφής... Είναι μακρύς και με πολλές τυφλές στροφές, είπα φεύγοντας από δίπλα της.
Ξαπλωμένος με τα μάτια υγρά και παγωμένα από την ψυχρή πραγματικότητα, κοιτώντας το ταβάνι, σκεφτόμουν. Δεν θέλω να επιστρέψω. Θέλω να μείνουμε εδώ...
Εδώ ο ουρανός έχει στολιστεί με εκατομμύρια διαμάντια που λάμπουν σαν τα μάτια της.
Εδώ ο χρόνος είναι ελαστικός και ασταθής. Ανεκτικός. Αμέτρητος. Τα μηχανικά μας μέσα δεν τον κατανοούν.
Δίπλα της αισθάνομαι ελεύθερος. Και δες, αιωρούμαι χωρίς βαρύτητα. Γίνομαι άυλος και διαπερνώ τα κάγκελα, πέφτουν άψυχες οι χειροπέδες μου και πυροβολούν στο κενό οι δεσμοφύλακές μου. Όλα όσα όριζαν και προσδιόριζαν την ύπαρξή μου καταρρέουν σαν σαθρά επιχειρήματα.
Δραπετεύω. Και ανήμποροι να με σταματήσουν πλέον, σκουπίζουν το πάτωμα του κελιού μου, μαζεύοντας ό,τι έμεινε εκεί από μένα.
Εδώ, είσαι δίπλα μου. Αφουγκράζομαι τις κινήσεις του κορμιού σου, γεύομαι το δέρμα σου, υπακούω στην ανάσα σου, υποτάσσομαι στο άρωμά σου.
Τρέμω στο άγγιγμα των χειλιών σου και δυναμώνω για να σε σηκώσω στα χέρια μου. Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει σώμα καν.
-Πες μου τι σκέφτεσαι...
-Τίποτα...
Τι να σου πω;
Γυρίζω με το πρόσωπο στο κρεβάτι και τα χέρια μου γύρω του. Κάθεται δίπλα μου και χαϊδεύει την ταλαιπωρημένη μου πλάτη. Κάθε μυς μου συσπάται σαν να τον διαπερνά ρεύμα κι εκείνη κάθε φορά που αισθάνεται κάτι με ρωτάει...
-Πονάς;
Με ρωτάει τρυφερά, δεν θέλει να με πονέσει. Το αισθάνομαι.
-Δεν πονάω καθόλου. Πουθενά...
Μα η φωνή μου τρέμει και τα μάτια μου τρέχουν. Δεν θα με δει. Δεν θα καταλάβει τίποτα.
Όλοι οι φόβοι, οι σκέψεις μου, προσαραγμένα σε ξέρες καράβια. Kι εγώ, ο ανόητος, δίστασα στην παλίρροιά της.
Αυτή τη φορά δεν την αρνούμαι, δεν θα την αρνηθώ ποτέ ξανά. Γιατί με ανύψωσε και τώρα πλέω στα νερά της. Στα σμαραγδένια σαν τα μάτια της νερά.
Θέλω να κάνω το ίδιο και για εκείνη. Nα την σηκώσω ψηλά, να την ταξιδέψω, να περάσουμε από συμπληγάδες πέτρες. Κι ας σπάσει η πρύμνη μου ή κι όλο το πλοίο μου στη μέση.
Να μπω με όλο το γκάζι σε κάθε τυφλή στροφή. Κι ίσως μετά δω την επόμενη να έρχεται πιο κλειστή ή πιο ανοιχτή. Ίσως δω απλά μια ταμπέλα που θα λέει "ΔΡΟΜΟΣ ΚΛΕΙΣΤΟΣ" ή μια πανέμορφη ευθεία για μεγάλες ταχύτητες, χωρίς μπλόκα και ραντάρ.
Ό,τι και να εμφανιστεί μετά από οποιαδήποτε στροφή θα το δεχθώ με ανοιχτή αγκαλιά σαν να είναι παιδί μου και γέννημα του πόνου μου. Θα γίνω ένα με το στηθαίο ή τον γκρεμό γελώντας τρανταχτά. Με μια ανατριχίλα να κόβει τη σπονδυλική μου στήλη και την καρδιά στη μέση, χωρίς να προσπαθώ να πιαστώ από πουθενά αυτή τη φορά.
Γιατί σε κάθε φορά που έστριβα ως τώρα, με όλα τα βοηθήματα απενεργοποιημένα, αισθανόμουν να χάνεται η πρόσφυση και να γλιστρώ οριακά. Γλυκά.
Μα με εκείνη στη θέση του συνοδηγού ... κάθε στιγμή ήταν συγκίνηση όμως ...γιγαντωνόταν.
Δίπλα της, κάθε στιγμή, Άξιζε,Αξίζει!
Το μόνο που επιζητεί όλη η ύπαρξή μου είναι αυτό, να βρεθεί δίπλα της την επόμενη φορά. Με άγνωστο τόπο αναχώρησης ή προορισμού.
Όχι μόνο επειδή είναι εκείνη, αλλά για το ποιος γίνομαι εγώ όταν την αισθάνομαι κοντά μου.
Από εκεί που έρχομαι, ξέρεις, από τα μέρη που πέρασα ταξιδεύοντας, ο χρόνος και η απόσταση δεν έχουν σημασία. Έζησα μια ζωή μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, και είδα άλλη μία σε μερικά λεπτά. Από εκεί που έρχομαι, η μονάδα μέτρησης του χρόνου είναι ρευστή και κοινή με όλες τις άλλες μονάδες μέτρησης. Τα πάντα μετρώνται με στιγμές. Ο χρόνος, σε μία ή πολλές στιγμές, η απόσταση, η ευχαρίστηση, ο πόνος... κάθε συναλλαγή. Η ζωή!Είμαι αυτοεξόριστος από το μέλλον, απαλλαγμένος από το μετά και το πώς ή το γιατί.
Ζω όμως πλέον εδώ, συντάσσομαι και συναλλάσσομαι με τις κοινές μονάδες μέτρησης, τις αντιλαμβάνομαι και τις ασπάζομαι με σεβασμό. Αυτές, αλλά και τις δικές της μονάδες μέτρησης.
Έχει διαπεράσει το μπετό γύρω από τις σκέψεις μου κι εγώ της άνοιξα διάπλατα τις κλειδωμένες πόρτες του νου μου. Είδε μέσα από τα μάτια μου και ξέρει πια. Πολλές φορές απλά αισθάνεται πως κάτι θέλω να της πω. Χωρίς να το διαβάσει πουθενά. Χωρίς να με κοιτάξει καν. Μερικές στιγμές με ξέρει πιο καλά από όσο θα ήθελε.
Πιάνω τον εαυτό μου να επιταχύνει.
-Γιατί το κάνω αυτό, γιατί επιταχύνω και πάω πιο γρήγορα προς το σημείο όπου θα χωριστούμε;
-Δεν ξέρω, μου απαντά και γελάμε αμήχανα, ενώ ταυτόχρονα ελαττώνω ταχύτητα.
Τρεις ακόμα ανάσες ακούγονται μέσα στο μεταλλικό κουτί που ζει και η δική μου.
Βιαστικές, ασταμάτητες, αδημονούν. Έχουν μεγάλο ταξίδι μπροστά τους. Φτάνω. Ο καιρός υπέροχος. Λιακάδα και μυρωδιά λεμονανθών. Θα φύγει. Τα γυαλιά μου θα βγουν μόνο μια στιγμή τότε, κι ας ξέρω ότι ενοχλείται. Δεν θα δει την μπόρα εκείνη, Θα φύγει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Είναι δυνατή. Τη θαυμάζω. Καλό σας ταξίδι!
Γυρίζω σαν δαιμονισμένος. Πού; Απλά γυρίζω. Μάτια στον δρόμο. Σκέψη στον δρόμο... Η ζωή μου στον δρόμο. Βουλιάζω βαρύς στο κάθισμα του αυτοκινήτου. 250 χιλιόμετρα την ώρα. Γιατί δεν πάει άλλο; Δυσκολεύομαι να κουνηθώ, στρίβω με όσα γράφει, η στροφή πριν τα Μέγαρα είναι τυφλή αριστερή, αλλάζει γωνία κλίσης μετά το μέσο. Ανατριχιάζω, αλλά δεν σηκώνω το πόδι από το γκάζι. Στρίβω. Είμαι εξασθενημένος ήδη... Μια μεγάλη και δύσκολη στροφή τελειώνει, η ευθεία των Μεγάρων απλώνει μπροστά μου. Θα την απολαύσω. Ως την επόμενη στροφή που θα απολαύσω ακόμα πιο πολύ...θα μπω με ο τι έχω και δεν έχω και την ελπίδα ο τι θα βγω ξανά...Δεν είμαι αυτοκαταστροφικός...άδικα περνάει από το μυαλό αυτό.
Γύρισα. Πού; Οι δεσμοφύλακες τρίβουν χαιρέκακα τα χέρια.
-Γεια χαρά.
-Πώς πάει, Κωνσταντίνε; ρωτάει ο γείτονας.
Δεν βλέπει πώς πάει; Δεν βλέπει το αυτοκίνητό μου στραβοπαρκαρισμένο και λίγα από τα υπάρχοντά μου μέσα του σκόρπια; Δεν βλέπει στα μάτια μου ότι δεν είμαι καθόλου χαρούμενος που είμαι εδώ; Δεν βλέπει την μπόρα έτοιμη να ξεσπάσει;
Γεια σας, δεσμοφύλακές μου, αγαπημένοι μου μισητοί συνοδοιπόροι. Χτυπάει το κινητό μου.
Έχουμε νέο αίμα βλέπω. Προϊστάμενος βλέπω, βαθμοφόρος. Κάθε φορά που ένας σωφρονιστικός υπάλληλος προστίθεται, ένας παλαιός φίλος φεύγει και αφήνει κενή μια θέση στο διπλανό κελί.
Καλύτερα έτσι, πιο πολύς χώρος για μένα. Αντίο, παλιόφιλε, καλή ξελευτεριά! Αδιάφορο το αν διέπραξες αδίκημα. Κανένα αδίκημα... Αθώος στην ετυμηγορία μου. Δεν είμαι ο δικαστής σου. Να ζεις καλά και να θυμάσαι παλιόφιλε, δεν σε έχω ανάγκη...Όπως έγραφα και στα στιχάκια μου....
Ξέρω ότι εκείνη είναι κάπου τώρα. Θα την καλέσω να με ελευθερώσει. Καλεί το κινητό της...
-Γεια...
Ανοίγω την πόρτα της απομόνωσής μου. Βαριά, σιδερένια και κόκκινη. Θα την ανοίξω αργότερα να βγω πάλι.
Βγαίνω, πού πάω; Βαδίζω με τον όχλο. Άραγε αυτοί ξέρουν πού πάμε; Και να που φτάσαμε. Επεισόδια μπροστά μου,ανάστα ο Kύριος, καπνογόνα.
Συνθλίβεται το κεφάλι μου σε κάθε ήχο και πόνος διαπερνά τα μάτια μου.
Έχει ξεκινήσει η μάχη, οι αντίπαλες παρατάξεις χρησιμοποιούν εκρηκτικά κρότου και λάμψης.
Καμπάνες, καπνός, συναγερμοί να ουρλιάζουν, κόσμος να πηγαινοέρχεται, πανικός.Κι εγώ μπλεγμένος στη μέση.
Ακίνητος, με το βλέμμα στον ουρανό να ψάχνω τα αστέρια. Οι πολύχρωμοι διάτοντες αστέρες δεν υποκαθιστούν τα διαμαντένια καρφιά του ουρανού που κοιτούσα μαζί σου. Δεν με εντυπωσιάζουν. Γυρνάω βαριεστημένα την πλάτη.
Οδεύω αργά προς τον λήθαργο, ξέρω πως απόψε δεν θα ανταλλάξουμε τυπικές ευχές, σαν πολεμικό ανακοινωθέν...
Άραγε,πού να είσαι; Τι να κάνεις;Καλή σου νύχτα, και ας μη με ακούς.
Ανοίγω την πόρτα κι η όσφρησή μου ενοχλείται από τη μυρωδιά της κλεισούρας και της ερήμωσης. θυμάμαι είχα αφήσει όλα τα παράθυρα ανοιχτά. Φαντάζομαι ότι η μυρωδιά δεν έχει ποτίσει τον χώρο άλλα τα ρούχα μου...τα βγάζω...πλένομαι...εξαγνίζομαι.
Η μυρωδιά παραμένει, το κελί μου είναι στενότερο. Πηγαίνω προς το κρεβάτι.
Ξαπλώνω. Βυθίζομαι γρήγορα σε ένα σκληρό στρώμα που κλείνει γύρω μου. Ασφυκτιώ. Το σώμα μου είναι ασήκωτο και τα άκρα μου αδύναμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι έτσι.
Αυτή είναι η καθημερινότητά μου. Το βίωμα που έπρεπε να συνηθίσω και αρνούμαι πεισματικά.
Ξέρω, σε λίγο θα αποκοιμηθώ. Και θα πάω στο ραντεβού μαζί της. Είναι κοντά η στιγμή της απελευθέρωσης μου. Όλα σκοτεινιάζουν και αυτή από μακρυά μου χαμογελάει και μου γνέφει.
Δεν θέλω να σηκώσει εκείνη αυτό το βάρος... κανένα βάρος να μη σηκώσει. Ποτέ!. Από εκείνη ζήτησα ένα μόνο πράγμα, να χαμογελάει με τα μάτια της. Λάμπει όταν το κάνει και μόνο λάμψη της αξίζει! Και εγώ ο τυχερός, κάποιες φορές έκλεψα από αυτήν και την φόρεσα με χαρά, όπως τα ανίψια μου φορούσαν τα νέα τους Πασχαλινά παπούτσια.Και τότε αισθάνθηκα ότι υπάρχω. Ότι ζω. Προσδιορίζομαι και δραπετεύω, ξανά και ξανά και ξανά...Με κάθε κλήση, με κάθε συνάντηση.
Ξέρω το πρωί θα σηκωθώ με όλο το κορμί μου πιασμένο και τα άκρα μου νεκρά. Όχι από το βάρος του κορμιού της στην αγκαλιά μου αλλά από το κενό. Το διάφανο αδιαπέραστο κενό. Θα την περιμένω όμως, να φωτίσει τις σκοτεινές γωνίες του σπιτιού μου, να αγγίξει τα βιβλία μου, τα σκόρπια χαρτιά με τις μουσικές μου, τα άκαμπτα έπιπλά μου. Να διώξει την μυρωδιά της κλεισούρας, να την αλλάξει με αυτή του δέρματος της αναμεμιγμένη με νότες σοκολάτας. Να δώσει στα πάντα ξανά πνοή. Και μετά ξέρω, θα φύγει πάλι, όχι γιατί το θέλει μόνο, αλλά για να πάρουν αξία όσα έκανε όταν ήταν εδώ και για αυτό πάντα θα την ευχαριστώ!
-Πες μου τι σκέφτεσαι... Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-05-2009 | |