Οδοιπορικόν : " Η Ελλασ Δημιουργός: ivikos Και ένα ιστορικό να σπάσει η μονοτονία........ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Κοίταζα νύχτας σκόπευτρα να δω παλιούς δαιμόνους
φυλακισμένος από αρχές που κολυμπούσαν σε αίμα
μα η διόπτρα μου ‘ φερνε τους άμοιρους τους μόνους
που ψάχναν λίγη συντροφιά, σε Αχερουσίας ρέμα
Αρμάτωνα με βέλη μου την πιο παλιά φαρέτρα
να βγω σαν μοίρας κυνηγός, στου κόσμου την νησίδα,
μια μητριά Σπαρτιάτισσα μού ’δειχνε άγρια πέτρα
λέγοντας «Ταν ή επί Τας» και μου ‘δινε ασπίδα.
Μα εγώ σαν βέρος Αχαιός, που η λάβα του πολέμου
ήθελα να ξεχύνεται, αφού είχα εξαντλήσει
με τέχνη τον διάλογο, στο φύσημα του ανέμου,
την κοίταξα άγρια λέγοντας: «θάψ’ την αυτήν στην δύση»
Τα λόγια αυτά μ’ εξόρισαν, στου Ξέρξη το παλάτι
κει που του Έλληνα το φως, θαμπό θέλαν οι Μήδοι,
για ν’ ανεβούνε μόνοι τους στου κόσμου το χαγιάτι
κυρίαρχοι να γίνουνε, στου αιώνα το παιχνίδι.
Θέλεις της ράτσας η «μαγιά», που ανέβαζε τους τόκους,
θέλεις η φήμη που άπλωσαν, οι ανίκητες μου ίλες,
στρατάρχης μέγας έγινα, πήρα μεγάλους θώκους
κι ηγήθηκα πανστρατιάς, να βγω στις Θερμοπύλες,
εκεί στ’αρχαία τα στενά, άνεμος ψυχοβγάλτης
απέναντι μου έστησε, τρακόσια παλικάρια
κι αν δεν υπήρχε ο «Άγγελος» για μένα ο Εφιάλτης
μυριάδες κει θα κείτονταν των Μήδων τα κουφάρια
Σπάρτη κι Αθήνα μίκραιναν, στου μίσους την κραιπάλη
μα των Ελλήνων οι γενιές, άντεχαν στους αγώνες
καθόλου δεν πτοήθηκαν ενώθηκαν και πάλι
με του Αλεξάνδρου την πυγμή, και γίναν Μακεδόνες
πορεία που εξαντλήθηκε στα σύνορα του κόστους
με όράματα γεννήθηκε, άρχοντας κι ιχνηλάτης,
ποια Σούσα να τον δάμαζαν, και ποιος ο Γρανικός τους
που κόβει «Γόρδιους Δεσμούς» ο μέγας Στρατηλάτης
φτάνει στ’ αρχαία πέρατα με τις περπατησές του
ισόθεος, ανίκητος, αδιάβαστοι κι οι μάγοι
απ’ τον Ινδό τον ποταμό, αυτός κι οι σάρισες του
στων Φαραώ το διάπλατο, στου Νείλου τα πελάγη.
Μα μοίρας το ανιστόρητο, το αγόρι του Φιλίππου,
που τ’ όνειρο το Ελληνικό, σπέρνει σε κάθε τόπο,
τον μυθικό τον δαμαστή, του ανίκητου του ίππου,
νωρίς-νωρίς τον έστειλε, στην Στύγα λαμνοκόπο
και το αχανές σωριάστηκε στου κλέους του τα ελέη
λύγισε από ανίκανους και άθλιες παράτες
κι εδώ τελειώνει τα’ όνειρο κι έρχονται οι Ρωμαίοι
ανίκητοι κατακτητές,και κοσμικοί δραγάτες.
Μα πάλι το δαιμόνιο του Έλληνα θριαμβεύει
πίσω απ’ τις τόσες του πληγές, μέσα απ’ την συννεφιά του
στου Βυζαντίου τη μεριά Έλληνα φως χορεύει
αντάμα κι ο Χριστιανισμός, με την Άγια-Σοφιά του
κορώνα η Βασιλεύουσα γράμματα και μαγείες
έλαμψε χρόνους, κι έκανε τον κόσμο ν’ ανανήψει
μα όπως πάντα με άθλιες, γνωστές ραδιουργίες
Παλάτια, κι Άγιοι Δέσποτες, μπολιάσανε την σήψη
Γοργά-γοργά οι Οθωμανοί την Πόλη έχουν αλώσει
με τον Παλαιολόγο μας, άνεμοι να βαράνε
σαν Αυτοκράτορας στερνός που έχοντας μαρμαρώσει
λέει: «Με χρόνια με καιρούς, πάλι δικιά μας θα ’ναι»
Κοντά αιώνες τέσσερις, με της σκλαβιάς το φέσι
η νύχτα απλώθει άγρια, μαρμάρωσαν τα έτη,
μνημεία που ανεμόμυλος βάλθηκε να τ’ αλέσει
μες στα γρανάζια τ’ άγρια του μπουνταλά Μεμέτη
μια φούχτα λιανοντούφεκα το χίλιαοχτακόσια(1800)
κι ο μέγας οραματιστής ο Ρήγας ο Φερραίος
με άγιο μεράκι στην καρδιά, έστω και δίχως γρόσια
του είκοσιένα(’21) τη χρονιά πρίμα ο καιρός ωραίος
ανάβουν λάβας πυρκαγιά, απ’ την Αγία Λαύρα
και σκοτεινιάζουν από οργή του κόσμου οι καθρέφτες
απ’ τον Βοριά λυσσομανά της λευτεριάς η αύρα
κι αποτινάζουν τον ζυγό αρματωλοί και κλέφτες
Αρχές, και πάλι αδύναμο, του Έλληνα το κράτος
που προσπαθεί ν’ αναστηθεί, στου πέλαγου το κύμα,
τα χέρια ο ξένος πλένει ευθύς, σαν Πόντιος Πιλάτος,
όμως σε κάθε ίντριγκα αυτός κουνά το νήμα.
Και στα Βαλκάνια πιο αργά θανατηφόροι ρόγχοι
από τον Σαραντάπορο, ως του Κιλκίς την μάντρα,
πάλι αγώνες άγριοι, του θάνατου το βρόγχι
παραμερίζει έρωτες, την ζήση τρώει του άντρα,
ώσπου ενσκύπτει άγρια, κακιά θεομηνία
μεγαλοϊδεατισμός, και άθλιες παράτες,
κάηκε η Σμύρνη, χάθηκε για πάντα η Ιωνία
και φτάσανε σαν πρόσφυγες μύριοι Μικρασιάτες.
Σαν να μην έφτανε αυτό, του κόσμου το αντιστύλι
μοίρα κακή πριόνιζε, του Φύρερ τα φουσάτα
το μακελειό αρχίνησαν, «έπεσε η Βαστίλη»,
κι εκεί η Ελλάδα βάδισε μιας άγιας δόξας στράτα.
στο Τεπελένι φτάνοντας, στης Πίνδου τις γκρεμίλες
πως πολεμούν οι ήρωες, οι Έλληνες τους δείξαν,
φτάσανε ωριογίγαντες, σε ανδρείας άγιες πύλες
και σαν ημίθεοι τρανοί με τόλμη τις ανοίξαν
Μα ωϊμέ! Κατάρα η φυλή, πόλεμοι αδελφομάχοι
τους παν, σ’ αιματοκύλισμα, σε άθλιας μέρας ίχνη
γιος και πατέρας βρίσκονται αντίπαλοι στη μάχη
κι ο ξένος, λάδι στην φωτιά και στο καμίνι ρίχνει
πάει κι αυτό! Κι ας άφησε αιμάτινα σημάδια
σιγά η Ελλάδα ξεκινά για να ορθοποδήσει
μα η προσφυγιά την εύρισκε με νιες μόνες τα βράδια
και σκορπισμένα τα παιδιά σε ανατολή και δύση.
Αυτό με ρίμας πινελιές είναι το ιστορικό της
που η πένα το προσπάθησε το χτες της ν’ χτενίσει,
κι η Ελλαδίτσα στ’ αχανή, ψάχνει τον τροπικό της
το μέλλον της, τ’ αυριανά, με τόλμη ν’ ατενίσει!!
22.04.09
Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-05-2009 | |