Γολγοθάδες(+ Ομηρου Οδυσσεια ..ραψωδια Α!) Δημιουργός: ivikos Εγκαινιάζω την καταχώρηση της Α! Ραψωδίας της ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ(κατα iviko)..τριών χρόνων αγώνας, και μόλις το 80 τοις εκατό της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ....Στιχοφιλαράκια η κρίση σας με ενδιαφέρει!!!!!!!!!! Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Με πάει η ελπίδα στης ζωής τα κολαστήρια
καρτέρι στήσανε ληστές δίπλα απ’ το ρέμα μου
ψάξανε λέει για του φόνου τα πειστήρια
με βρήκαν ένοχο απ’ το τρέμουλο στο βλέμμα μου
Λίγο θ’ αντέξουνε οι μέρες τους οι άνομες
το αναγνωρίζουνε και φτιάχνουν κρατητήρια
κι ας φέρουν τόμους από πράξεις μου «παράνομες»
με μια γραφή σανσκριτική και αλητήρια.
Αν κρεμαστώ θα πάρει η ζήση τους παράταση
έτσι νομίζουν, μα δεν ξέρουν τα καθέκαστα….
οι Γολγοθάδες γίναν, να ‘ρθει η Ανάσταση,
και τα όνειρά μας θα τους πνίξουνε τα αδέκαστα
11.05.09
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΡΑΨΩΔΙΑ Α!(stixoi 1-40)
(μεταφραση ivikos)
Για τον πολύγνωμο, θεά, τον άντρα πες, που μόλις
της Τροίας πήρε το ιερό το κάστρο, ανεμοδάρθη,
κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τη γνώμη ,και τις πόλεις
μα έπαθε πλήθος συμφορές στης θάλασσας τα βάθη,
ζητώντας στην πατρίδα τους άβλαβους να γυρίσει
τους σύντροφους, μα ούτε κι αυτό μπόρεσε, ας είχε πάθος
γιατί είχαν κρίματα πολλά, έχοντας αφανίσει
του Ήλιου του ουρανόδιαβου τα βόδια, που ήταν λάθος,
κι αυτός του γυρισμού σωστά, τους στέρεψε τη μέρα.
Κόρη του Δία πες τα μου στο νου σου όπως τάχεις. 10
Φτάσαν στο σπίτι όσοι τους του Χάρου τη μαχαίρα
απέφυγαν, στα κύμματα και στον αχό της μάχης
και μόνο αυτόν που έψαχνε γυναίκα και πατρίδα
ζητώντας τον για ταίρι της, σε σπήλαιο είχε ρίξει
και τον κρατούσε, η Καλυψώ, θεά καμαροφρύδα ,
ωσότου είπαν οι θεοί, ο πόνος του να λήξει,
και στην Ιθάκη που έφτασε, ο άντρας, μες στην πόλη
τα πάθια του δεν τέλεψαν κι εκράτει ο αγώνας
με τους δικούς του, μα οι θεοί τον λυπηθήκαν όλοι
εκτός ενός, που χόλωσε, κι ήταν ο Ποσειδώνας 20
Αυτός αρνιέται, ο θεϊκός ’Δυσσέας, να γυρίσει.
Βρισκόταν στους Αιθίοπες, της τρίαινας ο ρέκτης
που χωριστά ζούνε κι αυτοί, είναι οι μισοί στη δύση,
οι άλλοι στην ανατολή, κι ήταν εκεί σαν δέκτης
θυσίας, εκατό βοδιών, φορώντας τον μανδύα
του Σαλευτή, και γλένταγε. Μα των θεών το ασκέρι
στις κάμαρες συνάχτηκε του Ολύμπιου του Δία,
πατέρα ανθρώπων και θεών, κι ακούν να μεταφέρει
σκέψεις που κάνει. Κι αρχινά, ενώ στον νου του πλέει
ο Αίγισθος, που χάθηκε απ’ το σπαθί του Ορέστη 30
του γιού του Αγαμέμνονα, κι αρχίζει να τους λέει:
«Αχ των ανθρώπων τη γενιά, θεοί ο καθένας, δες τη,
πόσο άδικα μας κρίνουνε για τα δικά τους λάθη,
λέγοντας για ευθύνες μας, στο άστοχό τους βήμα
ενώ είναι αυτοί υπεύθυνοι για τα δικά τους πάθη,
κι όσα τους φέρνει η μοίρα τους. Να! του Αίγισθου το κρίμα
που πήρε του Αγαμέμνονα το ταίρι, και με κάμα
στον γυρισμό τον έσφαξε, εκδίκηση να πάρει
κι ας ήξερε απ’ τον Ερμή, πως θα ’ναι μέγα δράμα,
να μην το κάμει, ειδ’ αλλιώς θα πάρει άγρια βάρη. 40 ....ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ......
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-05-2009 | |