3 Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ξύπνησα γύρω στις εφτά,
Μην φανταστείς πως είχα αυπνίες
Ήταν για να μην ξεχάσω να ταϊσω τα καναρίνια που αγαπούσες.
Έχουνε καταπιεί την φωνή τους, τα δύσμοιρα. Απ’την πείνα θα’ναι.
Τρεις μέρες από τότε που ‘φυγες και δεν μου ‘χουν τραγουδήσει.
Ύστερα είπα να πλύνω και δυο πιάτα που βρωμούσανε
Και μου χαλούσανε το κέφι-όλο στις μαύρες μου είμαι από τότε που ‘φυγες,
Θα ‘ναι που ξέχασες να καθαρίσεις την κουζίνα.
Ναι, αυτό θα ‘ναι.
Έβαλα λίγο το ραδιόφωνο ν’ακούσω τις ειδήσεις.
‘Σήμερα’, ‘εξελίξεις’, ‘πέθανε’.
Μέσα στα πολλά πολλά, κατάφερα ν’αρπάξω δυο τρεις λέξεις.
Μην γελάς, προόδευσα, εχτές είχα κολλήσει στην λέξη ‘μετανάστης’.
Μετανάστευσες φίλε μου, πάνε τρεις μέρες από τότε.
Είπα ν’αλλάξω σταθμό, να βάλω μουσική για να ξεσκάσω,
Πέτυχα ανάλαφρο τραγούδι για καλή μου τύχη.
Για κάποιο έρωτα μιλούσε που άνθισε στην μπόρα.
Βαρυφορτωμένο με ρομαντισμούς ήταν το μονότονο τραγούδι
Και αμέσως μου ‘λειψε η θαρρείς
Η αληθοφάνεια της πολιτικής, των γεγονότων.
Από τότε που ‘φυγες αρκούμαι στις ειδήσεις.
Άνοιξα και την εφημερίδα αργότερα, είπα να συγκρίνω.
Τρεις κηδείες και τρεις γάμοι. Τρεις είναι οι χαρές, τρεις είναι κι οι λύπες.
Τι πάθανε όλοι με το τρία;
Πάνε τρεις μέρες που ‘φυγες, και κοίτα σύμπτωση, παντού πετιέται
Ο τυχερός ο αριθμός μου.
Αν ήτανε να παίξω την ζωή μου στα χαρτιά,
Θα την πόνταρα στο τρία.
Δύο η ώρα και τηγάνισα αυγά να γευματίσω.
Σου το ‘χα πει πως μισούσα τα αυγά μα τώρα που έφυγες
Τα τρώω σαν να ‘ναι σοκολάτα. Μην φανταστείς πως
Δεν με νοιάζουνε οι γεύσεις τώρα που πονάει η ψυχή μου.
Αλλάξανε τα γούστα μου, όπως άλλαξες και συ καρδιά μου.
Φοράω και μαύρα τώρα που ‘χεις φύγει.
Όχι δεν είναι που πενθώ, βαρέθηκα τα άσπρα, μην το ψάχνεις.
Τρεις μέρες πάνε από τότε που ‘φυγες κι άλλαξε θαρρείς τροχιά η γη μου.
Μετά το γεύμα δεν κοιμήθηκα,
κι ας μου άρεσε κάποτε η μεσημεριανή ηρεμία.
Όχι δεν φοβήθηκα τους εφιάλτες, ήθελα μονάχα να διαβάσω το βιβλίο που άφησες
Στα ράφια της βιβλιοθήκης που τώρα θα γκρεμίσω.
Ωραίο βιβλίο, στο τέλος ο σύγχρονος πρίγκιπας φιλούσε την ψηλόλιγνη ξανθιά
Κι ας ήτανε υπηρέτριά του.
Λάτρευες ανέκαθεν τον υπερρεαλισμό, το έβλεπα και στους πίνακές σου
Που απεικόνιζαν την αγάπη δίχως θυσία και δάκρυ.
Έσκισα τρία απ’τα σκίτσα σου σήμερα, όχι από θυμό,
Πήγα να τα χαιδέψω και τα σκότωσαν τα νύχια μου δίχως τη συναίνεσή μου.
Δεν ήταν προμελετημένος φόνος.
Τρεις φορές ορκίστηκα πως είμαι αθώα.
Τρεις φορές προσευχήθηκα για να μη με κάψει ο Θεός
Για τις ανείπωτές μου αμαρτίες.
Δώδεκα η ώρα και βλέπω έξω απ’το παράθυρο τη νέκρα.
Οι γαρδένιες σου μαράθηκαν στον πίσω κήπο,
Δεν τις πότισες και δεν μου ‘μαθες να τις ποτίζω,
Πολύ βιαστικός μου ‘πες πως ήσουν.
Και τα τριαντάφυλλα, μη φανταστείς, κι αυτά μια απ’τα ίδια.
Ζούνε τα καημένα ανάμεσα σε αγριόχορτα και σε τσουκνήθες.
Πάνε τρεις μέρες από τότε που’φυγες και νομίζω επανάστατησαν
Για την αδικαιολόγητή σου απουσία.
Κάποτε φορούσαν τα καλά τους για να συμβολίζουν την αγάπη,
Τώρα μοιάζουν πιο πολύ με χίπηδες και δεν θα τ’αναγνωρίσεις.
Δεν θα με αναγνωρίσεις. Σκούρυνε το χρώμα του προσώπου μου,
Και μην πιστέψεις πως είν’απ’τη μιζέρια.
Περνάω τις μέρες μου πίνοντας καφέ στον ήλιο.
Ανακατεμένα τα μαλλιά μου. Είναι το νέο μου χτένισμα,
Πολύ στη μόδα φέτος.
Και κείνα τα όμορφα φουστάνια, ξέχνα τα,
Οι γείτονες με βρίσκουν πιο όμορφη με τις πυτζάμες
Που μισούσες.
Τρεις η ώρα. Και δεν κοιμήθηκα ακόμα.
Πάνε τρεις μέρες από τοτε που ‘φυγες, κι αρχίζω πια να μη γουστάρω την αλήθεια.
Αφήνω τρία δάκρυα να διασχίσουνε τα μάγουλά μου
Κι ύστερα σπεύδω να τα σβήσω.
Μη φανταστείς πως θέλω να γυρίσεις, πως... μου λείπεις.
Κλαίω για τα καναρίνια, τα σκίτσα που έσκισα και τις γαρδένιες.
Κλαίω πού και πού και για τα μαλλιά μου.
Για το τρία κλαίω που ‘τανε κάποτε ο τυχερός ο αριθμός μου.
Πάνε τρεις μέρες από τότε που‘φυγες,
Και πόνταρα τη νέα μου ζωή στο τρία. Μάλλον έχω χάσει.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-05-2009 | |