Η Βοκαμβίλια Δημιουργός: La Petite, ΧΙΩΤΗ ΣΩΤ. ΕΙΡΗΝΗ Έχω τη χαρά να σας παρουσιάσω το πρώτο μου πεζογράφημα (ελπίζω όχι και το τελευταίο!) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Η ΒΟΚΑΜΒΙΛΙΑ
Κάθε μεσημέρι έπαιρνε το βιβλίο της και καθόταν στο πίσω μπαλκόνι. Ήταν τόσο όμορφα εκεί τόσο ήσυχα… ήταν ένα μικρό καταφύγιο απ’ τη μιζέρια που ζούσε καθημερινά…
Οι γονείς της έπαιρναν το μεσημεριανό τους υπνάκο ανυποψίαστοι στο διπλανό δωμάτιο….
Όλα τα ζεστά επαρχιώτικα μεσημέρια τα περνούσε εκεί στο γλυκό μπαλκονάκι. Καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και άπλωνε τα φτερά της. Άνοιγε το βιβλίο που κρατούσε στο χέρι της και ταξίδευε… πότε στην Αμερική με όσα έπαιρνε μαζί του ο άνεμος. Πότε στην έρημο παρέα με τον μικρό πρίγκιπα. Πότε πετούσε δίπλα στο γλάρο Ιωνάθαν πάνω απ’ την απέραντη γαλάζια θάλασσα. Κείνες τις στιγμές δεν την ένοιαζε τίποτε. Ούτε το άγρυπνο γερακίσιο βλέμμα της κουτσομπόλας απέναντι, ούτε οι γκρίζες πολυκατοικίες που σιγά σιγά της είχαν κλείσει τη θέα στα ψηλά βουνά πάνω απ’ το χωριό της.
Στο στόμα της καμιά φορά έλοιωνε η δροσερή βανίλια ή άλλοτε το βύσσινο που έβαζε σ’ ένα μικρό πιατάκι μετά το φαγητό.
Ακριβώς πίσω της στην άκρη του μπαλκονιού έλαμπε η πανέμορφη φούξια βοκαμβίλια χαρούμενη που ζούσε κάθε ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι σε τούτο το μπαλκονάκι. Τότε πολλά σπίτια της μικρής πόλης είχαν βοκαμβίλιες. Τα φύλλα της έπεφταν στο μπαλκονάκι κα της άρεσε να τα μαζεύει και να στολίζει τα μαλλιά της. Άλλοτε τα έκανε γιρλάντες και τα περνούσε στο λαιμό της. Έτσι να νοιώθει πάνω της τα χρώματα του καλοκαιριού. Τα βράδια όταν δεν άντεχε την αποπνικτική ατμόσφαιρα της καμπίσιας πόλης άρπαζε ένα μικρό λευκό σεντόνι και το ‘σκαγε πάλι στο μπαλκονάκι. Ήταν και ‘κείνο το περιστασιακό τρίξιμο του κρεβατιού που την τρόμαζε. Έριχνε τότε κάτω στο ζεστό πάτωμα του μπαλκονιού το παλιό ριγωτό στρώμα και ξάπλωνε ανάσκελα πάνω του… κοίταγε τότε πότε το φεγγάρι να ταξιδεύει στον ουρανό και πότε τα χιλιάδες άστρα που λαμπύριζαν πάνω του. Έψαχνε να βρει τη μεγάλη άρκτο κάθε καλοκαίρι κι έπειτα τη μικρή μα ποτέ δεν την έβρισκε. Δεν την ένοιαζε όμως. Της έφτανε που χανόταν στην απεραντοσύνη του ουρανού κι έκανε όνειρα. Πίσω της σκοτεινή τώρα τη συντρόφευε η φίλη της η βοκαμβίλια. Καμιά φορά, κάποια ξεθαρρεμένη γατούλα ξεκίναγε απ’ τη μικρή αυλή κάτω απ’ το μπαλκόνι κι ανέβαινε μέχρι πάνω.. δεν τολμούσε όμως να μπουν μέσα στα δωμάτια του σπιτιού παρά καθόταν δίπλα στη βοκαμβίλια και τη χάζευαν με τα μεγάλα φωτεινά μάτια τους.
Κι εκεί την έπαιρνε γλυκά ο ύπνος συχνά πάνω σ’ ένα βιβλίο καθώς ξεχνιόταν τα βράδια στο μπαλκονάκι ταξιδεύοντας.
Την άλλη μέρα ξυπνούσε συνήθως με μια κουβέρτα πάνω απ’ το κεφάλι της απλωμένη στα μπουγαδόσκοινα για να μην την κάψει ο ήλιος, καθώς έβγαινε αμείλικτος πίσω απ’ τα βουνά. Όλο και κάποιος μεγάλος φρόντιζε γι’ αυτό.
Σήκωνε το παιδικό της κεφάλι και χαμογελούσε στη βοκαμβίλια της.
Έκρυβε στην ψυχή της τα όνειρά που είχε δει την προήγουμενη κι έμπαινε μέσα στη μικρή κουζίνα του σπιτιού περιμένοντας ανυπόμονα το επόμενο μεσημέρι…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-06-2009 |