Όπερα - Γλωσσάριο 6 Δημιουργός: daponte, Σταύρος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [B]Κωμική όπερα[/B]: Γερμανικό είδος όπερας που έχει τις ρίζες της στη λαϊκή κουλτούρα Αποτελεί τον αντίποδα της σοβαρής όπερας. Παραλλαγή της αποτελεί το [B]Ζίνγκσπηλ[/B]([I]singspiel[/I]): Εναλλαγή τραγουδιού και ομιλούμενων διαλόγων. :έφτασε στην ακμή του με τον Μότσαρτ και καθόρισε την εξέλιξη της γερμανικής ρομαντικής όπερας.
[B]Κονσερβατουάρ[/B] : σχολή για μουσική εκπαίδευση ,χώρος ανώτατης εκπαίδευσης για όλα τα είδη μουσικής.
[B]Φινάλε[/B]: Η τελευταία σκηνή της όπερας ή το τελευταίο μουσικό νούμερο μιας πράξης.
[B]Ιμπρεσάριος[/B]: διευθυντής ιδιωτικού λυρικού θεάτρου ή θιάσου .
[B]Παρτιτούρα[/B]([I]score[/I]): μουσικό κείμενο που περιλαμβάνει όλα τα οργανικά και φωνητικά μέρη μιας σύνθεσης. Τα μέρη που αντιστοιχούν σε κάθε όργανο καταγράφονται σε ξεχωριστά πεντάγραμμα΄, τα οποία διατάσσονται παράλληλα στη σελίδα με τρόπο ώστε όλα τα όμοια μέτρα και οι νότες που ηχούν ταυτόχρονα να είναι μαζί σε κατακόρυφη διάταξη. Κατά παράδοση τα έγχορδα γράφονται στο κάτω μέρος της σελίδας και τα πνευστά στο επάνω.
[B]Κρεσέντο[/B]:( από [I]ita[/I]l[I]crescere[/I]: αυξάνω, μεγαλώνω) Οδηγία εκτέλεσης για ένα μουσικό κομμάτι με την οποία ο συνθέτης ζητά μια βαθμιαία αύξηση της έντασης του ήχου. Στις όπερες χρησιμοποιείται ως μέσο για την επίτευξη δραματικού εφέ. Διάσημα έχουν μείνει τα κρεσέντι στις όπερες του Τζ. Ροσσίνι.
Ακριβώς το αντίθετο είναι το [B]ντιμινουέντο[/B]( βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου)
[B]Τσέμπαλο[/B]([I]κλειδοκύμβαλο)[/I] : Το σημαντικότερο έγχορδο όργανο από΄ τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, πρόγονος του πιάνου, με απαλότερο απ’ αυτό ήχο. Στην όπερα το τσέμπαλο χρησιμοποιούνταν έως και το 19ο αιώνα ως συνοδεία του ρετσιτατίβο. Συχνά δεν υπήρχε καθορισμένη σύνθεση γι’ αυτή τη συνοδεία, παρά μόνο μια αρμονική γραμμή, και ο τσεμπαλίστας αυτοσχεδίαζε ακολουθώντας τον τραγουδιστή. Ο Μότσαρτ στις παραστάσεις του καθόταν συνήθως ο ίδιος στο τσέμπαlo. Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-06-2009 |