Όσα δε μου πες ποτέ μα τα 'κρυβες στην κάθε σ

Δημιουργός: Φαντασιόπληκτη Νεράιδα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

01/05/2009

Σε κάποιον που αγάπησα μ’ όλη μου τη ψυχή-ίσως και λίγο παραπάνω-και που αν τον πίκρανα πολλές φορές μες τη δική μου απελπισία, είναι που δεν κατάφερα τελικά να διαβάσω τι έλεγε η κάθε του ματιά ή ίσως που φοβόμουνα τι στ’ αλήθεια είχε να μου πει.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Εικόνες που ξέφυγαν απ’ τις άκρες των δαχτύλων σου. Τα δάκρυα που τις άγγιξαν, τις χάιδεψαν, τις σφράγισαν δεν είχαν καμία απολύτως σημασία (σαν τους κάκτους στα βάθη των ερήμων. Όσο νερό κι αν τους δώσεις, δεν πρόκειται να ξαναγεννηθούν για χάρη μιας μάταιης, επαναστατικής ιδέας).
Μα εσύ δε βρέθηκες ποτέ σου στην έρημο. Κι αν όαση δε βρήκες μπροστά σου, κι αν δε συνάντησες αγάπες μεγάλες -που να κράτησαν ώσπου ο ήλιος να ξημερώσει- στο διάβα σου για να σε ξαποστάσουν· αυτό είναι μια άλλη παράταιρη, δική σου, προσωπική παραίσθηση.
Κάλπικες αγάπες αλάφιαζαν πάντοτε τον ορίζοντα σου. Ένα ορίζοντα οριοθετημένο-ποτέ μεγαλύτερο απ’ τη ματιά σου. Ίσα ίσα αρκετό για να ‘χεις ακόμα μια κρυφή ελπίδα (ποιος είπε όμως πως έφτανε για να ξεκουράσει το βλέμμα σου;)
Βλέμμα απέραντο. Κουρασμένο. Ίσως και παράκαιρο. Τους Λαιστρυγόνες που συνάνταγε δεν τους κουβάλαγες ποτέ μες τη ψυχή σου. Μα να που στήνονταν απ’ άλλους μπροστά σου και σου ‘κλεβαν κάτι παραπάνω απ’ τ’ όνειρό σου, ίσως και κάτι παραπάνω απ’ τη μνεία των ανθρώπων γύρω σου. Και-δεν έφτανε αυτό-ο καρπός που σου πρόσφεραν δεν ήταν ποτέ γλυκός σαν των θεών το νέκταρ, δεν ήταν ποτέ τέτοιος που να ‘φερνε της ξεγνοιασιάς τον ύπνο.
Τα όνειρα που έβλεπες είχαν πάψει-χρόνια τώρα-να σ’ αποκοιμίζουν στην αγκαλιά τους. Η θάλασσα βλέπεις, δεν είχε άλλα μυστικά να τους σιγοψιθυρίσει. Δεν σ’ έκαναν πια συνωμότη στο ψέμα τους, δεν είχαν πια ούτε το κουράγιο να σώσουν τα συντρίμμια της παιδικής σου αθωότητας.
Δε μαρτύρησες ποτέ όσα σε είχαν πονέσει, ούτε καν σ’ εκείνους που δεν έφυγαν στιγμή απ’ το πλευρό σου. Το βάρος του φορτίου που κουβαλούσες, δεν το μοιράστηκες ούτε καν με τις σκέψεις σου. Προτίμησες τον μοναχικό δρόμο - κι ας φώναζε από μακριά πως δε βγάζει πουθενά παρά μόνο στο χείλος του γκρεμού(ποιος ξέρει ίσως εκεί να ήθελες να καταλήξεις).
Στην σκοτεινιά της μέρας δεν αποφάσισες να γίνεις ονειροσκόπος για το χατίρι, το κέρδος κάποιων άλλων και δεν έπαψες ποτέ να προσφέρεις τα κομμάτια απ’ την ψυχή σου αφειδώλευτα στον κάθε περαστικό ταξιδιώτη.
Κι αν ανάλγητος είχες γίνει πια μέσα στη λησμοσύνη του πόνου σου-αγκάθια, γλαδιόλες και τσουκνίδες έβλεπες μονάχα στον κήπο που φύτευαν οι άλλοι στη ψυχή σου- δεν ξέχασες ποτέ μες την τρεχάμενη ηθική σου τα δικά σου ιδεώδη. Δεν έπαψες ποτέ να ποτίζεις-ναι, τ’ αγκάθια, τις γλαδιόλες και τις τσουκνίδες-με την κρυμμένη ελπίδα πως κάποτε θα γίνουνε χρυσάνθεμα.
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Όταν σε γνώρισα δεν μου ‘μοιαξες θλιμμένος. Ίσως μου φάνηκε πως κάτι έκρυβες στα βάθη των ματιών σου, μα το βλέμμα σου ήταν γαλήνιο. Καθόσουνα στο μπαλκονάκι της ψυχής σου και χάζευες το ηλιοβασίλεμα πάνω απ’ τις παρυφές του χάους.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-06-2009