Τρία Πουλιά Βολιώτικα. .

Δημιουργός: JINO.X

...τρία πουλάκια κάθονταν κι όποιος τον κάμπο ξέρει νά 'ρθει να δει στη Λάρισα πως τρίβουν το πιπέρι!!!....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info



Τρία πουλιά Βολιώτικα και δυο απ' την Καρδίτσα
Βρεθήκαν Κυριακή πρωί έξω απ' τη Μακρυνίτσα
Ανάμεσα στις τσιπουριές σιμά στις καυκαλήθρες
Έψαχναν νόημα βαθύ σ' αφρούς και μπουρμπουλήθρες

Τό 'να κοιτούσε αλλήθωρα, τ' άλλο έκανε πιλάτες
Το τρίτο είχε ροζ μαλλί δεξά-ζερβά στις πλάτες
Το τέταρτο έφτυνε να βρει τη διεύθυνση του αέρα
Μόνο το πέμπτο σκεφτικό στεκόταν παραπέρα

Είχε μια εξώκοσμη θωριά και βλέμμα ντιπ χαμένο
Σαν αγελάδα της Μεβγάλ μπρος σε Ιντερσίτι τρένο
Τ' άλλα το λέγαν παρλιακό, ιπτάμενη Αστέρω
Μ' αυτό σφύριζε στωικά το μάμπο Μπραζιλέρο

Ξάφνου το πρώτο, το γκαβό, έβγαλε μέγα τσίου
Που κόψανε οι μπεσαμέλ εντός του παστιτσίου
Και μ' ένα τρέμουλο βραχνό εν μέσω συμπουρμπούλων
Εμφάνισε μια μπλε ζιλέτ στις άκρες των πουπούλων

Έπεσε ένας ντουβρουτζάς και μείναν όλοι χάνοι
Έπεσαν και δύο βάτραχοι πιωμένοι στο λιμάνι
Και θά 'πεφτε και μια γρια πάνω σε τσιφτετέλι
Μα ο χρόνος έχει αλτσχάιμερ και σώθηκε εντέλει

-Τι πας να κάνεις; Σύνελθε! φωνάξαν τρομαγμένα
Τα κοίταξε για μια στιγμή στραβά κι απορημένα
Το περικύκλωσαν αργά - κανένα δε μπορούσε
Στα σίγουρα να αντιληφθεί αν όντως το κοιτούσε

-Τι πάθατε; Τι έγινε; Προς τι τόση αντάρα;
Πειράζει που θα ξυριστώ μπροστά στην αγγινάρα;
Έχω απόψε ραντεβού με μια σικάτη κάργια
Θ' αναστενάξουν τα βουνά, οι κλάρες, τα πουρνάρια

-Πες το, μας κοψοχόλιασες, ανάθεμα τα βλήτα!
Ποιά είναι; Που τη γνώρισες; Ξέρει να φτιάχνει πίττα;
Είναι μικρή; Είναι ξανθιά; Προίκα έχει μαζεμένη;
-Τι τό 'θελα και μίλαγα; Είστε εντελώς βλαμμένοι!

Τετάρτη την συνάντησα πριν από κάτι μήνους
Σαν έρριχνε χυλόπιττες σε δυο λελέδες σπίνους
Δεν είναι πως με θάμπωσε το εξώφθαλμό της κάλλος
Μα με συγκίνησε βαθιά ο ιντελέκτ...καβάλος

Μπήκα στο τσίουμπουκ λοιπόν να ψάξω το προφίλ της
Τι λέει ο τοίχος της να δω, τι κάνει, ποιό το στυλ της
Ποιούς έχει φίλους; Έχει πέτ; Τα δέντρα τα τινάζει;
Κι απ' όλους όσους κελαηδούν ποιόν πιο πολύ θαυμάζει;

Γρήγορα την εντόπισα κι ας ήξερα μονάχα
Πως έχει κατσαρό μαλλί και πως δεν είναι βλάχα
Κι αφού το καλοσκέφτηκα της έστειλα με γρίφο
Αίτημα για συνάντηση τον παρακάτω στίχο:

“Αν πέταξες έστω και μια πάνω από το πλατάνι
Με τη φτερούγα αν σκόρπισες ποτέ πυκνό ντουμάνι
Αν είδες με τα μάτια σου τα μπρόκολα ν' ανθίζουν
Κι αν άκουσες στο τσαγιερό πώς οι ατμοί σφυρίζουν

Έλα πριν τα μεσάνυχτα στη λίμνη τη βουνίσια
Να δεις το φεγγαρόφωτο λοξά και όχι ίσια”
Κι αμέσως μού 'πε αυτή το ναι με λιγωμένο ύφος
Τόσο βαθιά την άγγιξε ο σουρεάλ ο στίχος

Κι έπιασε να ξυρίζεται και άφτερ σέιβ να βάνει
Και τ' άλλα αγναντεύοντας τ' αντίπερα ρουμάνι
Μονολογούσαν κι έλεγαν με μια μικρή ζηλίτσα
-Π' ανάθεμα το Βόλο μου! -Γαμώτο για Καρδίτσα!

Το φάρδος του ανέλυσαν εμπεριστατωμένα
Στρίψαν και κάτι σέσκουλα και λίγο ζαλισμένα
Απόφαση πήραν βαριά εκεί στις κουκουνάρες
Να μπουν κι αυτά στο τσίουμπουκ να γράψουνε... παπάρες

(Λίγο καιρό αργότερα καθώς το λέει ο θρύλος
σ' ένα μικρό στιχοχωριό τα έφερε ένας γρύλλος
και πλέον μόνο έμμετρα κουνάνε την ουρίτσα
τρία πουλιά Βολιώτικα και δυο απ' την Καρδίτσα...)



Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-06-2009