Ξέχειλο ποτήρι Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Ρίξε την οργή σου στο ποτήρι σου.
Τον ζαλισμένο έρωτα, τα πλημμελήματα του χθες
Που πλήρωσες με τον πόνο της φωνής σου,
Την πλαστική θωπεία που είχε παρατείνει την απάτη,
Τις δολοπλόκες ελπίδες που σου ταίσανε το θάνατο στο πιάτο,
Τις μετέωρες υποσχέσεις και τους γαλαξίες που σου τάξανε
Και ποτέ δεν σου χαρίσαν,
Τα νερουλά όνειρα που γλίστρησαν και χάθηκαν
Μέσα απ’τα άδεια σου τα χέρια,
Τις επάρσεις εκείνων των αναίσχυντων ‘εγώ’
Που όλο αυθαδιάζουν.
Ρίξε στο ποτήρι σου τα λάθη σου.
Τα απεικονίσματα της μοναξιάς, τις βουβές ώρες περισυλλογής,
Τους πολύκροτους θρήνους μιας ζωής,
Την πλημμύρα αδικίας που τη λογική σου κυριεύει,
Την πληκτική συνήθεια που μαύρισε τους ουρανούς σου
Και θόλωσε τις θάλασσές σου, και έσβησε τα θέλω σου,
Και έθαψε τα σ’αγαπώ σου στον κήπο του ‘ανώφελα δακρύζω’.
Ρίξε στο ποτήρι σου το δάκρυ σου.
Για να πάρει το αλκοόλ το χρώμα του, το σχήμα του,
Την απροσδιόριστα ανυπόφορή του γεύση.
Για να γίνει φωτιά το πιοτό και να καούν οι εμμονές σου.
Τις ακλυδώνιστές σου εμμονές να ρίξεις στο ποτήρι.
Τον πόθο για ένα αύριο ημιτελές που το στοιχειώνουν οι αναμνήσεις,
Όλες τις υφέσεις και όλες τις διέσεις της θλίψης σου,
Παραισθήσεις, προαισθήσεις, μεταχρωματισμούς διαθέσεων,
Την βραδινή σου παραζάλη.
Ρίξε όλα τα ευτράπελα ετούτης της πανάθλιας ζωής στο ξέχειλο ποτήρι
Ρίξε το χθες που ξέφτισε, το τελευταίο κανκάν που σου χόρεψε η μοίρα,
Τις λέξεις-κανόνια που ξεσκίσανε τον γκρίζο ορίζοντά σου,
Των ονείρων σου τους απαγωγείς, τους αρπιστές της ανασφάλειάς σου,
Την αρρυθμία της καρδιάς σου, τα καμώματα των σκέψεων
Που πάντα παρεκκλίνουν,
Τις προσταγές του πάθους σου που δεν τολμάς να ομολογήσεις,
Τον εφιάλτη ενός τέλους που σκόρπισε στις μέρες σου
Την επιβλητική σκιά του, τα άστερια που ξεψύχησαν στα χέρια σου,
Το χάος που σε τύλιξε στα δίχτυα του, αυτό να ρίξεις στο ποτήρι.
Ρίξε στο ποτήρι σου όλα εκείνα τα παράπονα που ποτέ
Δεν μετενσαρκώθηκαν σε λόγια
Τα συναισθήματα που βραχνιάσανε ζητώντας τη βοήθεια του κόσμου,
Την απελπισία που δεν άντεξε να ακούει την ηχώ της,
Την παράφορη αγάπη που σ’έκανε στη λάσπη να συρθείς,
Και το πρόσωπο να πλύνεις μ’αίμα.
Της στιγμής την παρόρμηση να ρίξεις,
Τις προσευχές που ποτέ δεν βρήκαν το θεό τους,
Την ταπεινή παράκληση για μια χούφτα ζωή
Που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της.
Τον εθισμό στην αυταπάτη να ρίξεις στο ποτήρι.
Την παρακοή της παράτολμης καρδιάς
Που όλο κόντρα πάει στις στρατηγγικές του εγκεφάλου,
Τα παρατράγουδα μιας ψεύτικης αλήθειας
Που όμως φοβάσαι να ξεχάσεις,
Τους ανεξίτηλους λεκέδες αμαρτιών και φόβων,
Τις σκοτεινές αναλαμπές που σε σπρώξανε στο άπειρο του κύκλου.
Εκείνο το άπιαστο όνειρο να ρίξεις στο ποτήρι σου,
Τις ανάρμοστες κατηγορίες που υπέφερες
Και τις ενοχές που όλο επαναλαμβάνονται για να σε βασανίζουν.
Ρίξε στο ποτήρι σου όσα δεν μπόρεσες να πεις
Κι όσα δεν μπόρεσες να ακούσεις,
Την έλλειψη κατανοήσης, την έλλειψη δικαιοσύνης,
Τη φθορά της παρεξήγησης, της προσμονής τη μοχθηρή σαπίλα.
Τα ρολόγια που τρέχανε και δεν πρόφταιναν ποτέ να σε προλάβουν,
τις εκνευριστικές κλεψύδρες που δεν άντεχες να βλέπεις.
Τις ευφάνταστες ιστορίες του παρελθόντος να ρίξεις στο ποτήρι.
Ρίξε στο ποτήρι το παρόν σου.
Τον εαυτό σου να ρίξεις, ήρθε η στιγμή ν’ αλλάξεις δέρμα.
Μην ρίξεις τη μετάνοια, αυτή μονάχα να κρατήσεις.
Στα χείλη ακούμπα το ποτήρι μα μην πιεις,
μύρισε μονάχα το κοκτέιλ αυτών που αφήνεις πίσω.
Κι ύστερα εισέπνευσε βαθιά και σπάσε το ποτήρι.
«Κι ολ’αυτά που μας σκοτώσανε;»
«Στον αιώνιο θάνατο ας τα στείλουμε,
Προτού αναστηθούμε.»
Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-06-2009 | |