Το μαστίγιο και το χέρι Δημιουργός: Jorlin Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Τον άντρα με το χρυσό χαμόγελο
Τον γνώρισα ένα χρυσό πρωί
Σ’ ένα χρυσό μέρος
Όπου όλοι φορούσαν χρυσά ρούχα
Μα μπορεί και να μην ήταν ακριβώς έτσι
Όχι
Μάλλον το χαμόγελό του
Τα ‘κανε να φαίνονται όλα χρυσαφιά
Κι είπα ασυναίσθητα να τον κεράσω
Ένα δυνατό ποτό δικό μου
Λίγο σκοτάδι
Ανάκατο με ασημένιες αχτίδες φεγγαριού
Μπας και τον μεθύσω λίγο
ή μήπως και φυτρώσει μέσα στη χρυσή καρδιά του
Ένα νυχτολούλουδο μικρό
που θα μοιάζει λίγο σ’ εμένα
Δεν έμαθα τι έγινε
Αφότου στάλαξα απάνω του το σκοτεινό κρασί μου
Μπορεί να μέθυσε για λίγο
Μπορεί να φύτρωσε λουλούδι
Μα ίσως και να μην ήταν λουλούδι
Ίσως και να ‘ταν τερατάκι
Που ‘φερε μέσα του τα πάνω-κάτω
Κι ο άντρας με το χρυσό χαμόγελο
Ίσως να με μίσησε. . .
Ένα χρυσό – μου φαίνεται – πρωί
Γνώρισα τον άντρα που θα μπορούσε να μ’ αγαπήσει
Σε μια άλλη ζωή
Υπό άλλες συνθήκες
Αν δεν είχαν προλάβει – λόγου χάριν – ήδη
Από του γέλιου του την πορφυρή λιακάδα
Χρυσαφένια ηλιοτρόπια να βλαστήσουν
Και το ίδιο βράδυ ονειρεύτηκα
Ότι ήμουν – λέει – η γη του
Και η πηγή του
Κι η θάλασσά του
Κι η πνοή του
Και του εκμυστηρεύτηκα τα όνειρά μου
Σε τόπο άυλο
Γνωστό μόνο σ’ εμάς τους δυο
Μπορεί και να με μίσησε από φόβο
Γιατί δεν ήξερε πως τα όνειρά μου
Εύθραυστα κοχυλάκια ήταν μόνο
κάτω απ’ της πραγματικότητας τα στιβαρά τα πόδια
Δεν ήξερε
Ότι ποτέ μου για κανέναν έξον απ' τον εαυτό μου
Δε θέλησα, δε μπόρεσα κακό
Μόνο από πάντα στην καρδιά μου πρόθυμα απορροφούσα
αγκάθια και τριβόλια
κι ενώ φριχτά πονούσα
για όποιον μου ζητούσε εξέπνεα
ανθισμένα περιβόλια
Γι’ αυτό και μόνο με επέλεξε ο άλλος
Πανέμορφο αγόρι από ζάχαρη κι αρσενικό
Όσο γλυκός τόσο θανατηφόρος
Όσο ωραίος τόσο άπονος
Με πρόσωπο σαν καμωμένο από αγγέλους
Να φαίνεται έπρεπε καλός
Ώστε ν’ αγαπηθεί
και στη συνέχεια ανενόχλητος να βλάψει
Αρρώστησε η μαγική όμως καρδιά
- Τόσα τ’ αγκάθια που εντός της ασυλλόγιστα τραβούσε! –
Αρρώστησα κι εγώ κι έπεσα χάμω
Κι ο ζαχαρένιος νέος δίχως δισταγμό
Διάλεξε να με μαστιγώνει για να σηκωθώ
Ήτανε, βλέπετε, ευαίσθητος πολύ
Ώστε ν’ αντέχει να με βλέπει μες στα χώματα
ανήμπορα πεσμένη σα νεκρή
Κι είναι από τότε οριακές στιγμές
- που όλο τελευταία και πληθαίνουν –
Που σε τσουβάλι βρώμικο σωρεύω
Όλα τα «σ΄αγαπώ» και τις βραχύβιες υποσχέσεις
κι όλη τη ζάχαρη που εκείνος στοργικά μου πασπαλίζει
στις φρέσκες τις πληγές που ο ίδιος μου ανοίγει
Ετούτο το τσουβάλι τού τ’ αφήνω
Και ξεκινώ να φύγω
Αδύναμη, χλωμή και ματωμένη
να βρω μονάχη τη ζωή
και την αγάπη που μου αξίζει
Μα στα μισά του δρόμου πάντα κοντοστέκομαι
Κι έπειτα κάνω αναστροφή
Πάντα πίσω γυρίζω
Γιατί χρειάζομαι απεγνωσμένα αγάπη στη ζωή μου
Έστω κι αν είναι μόνο η δική μου
Γυρίζω – εκείνος ζάχαρη με ραίνει
Κι ανέλπιδα αφήνομαι και πάλι
σ’ αυτόν τον έρωτα
με τις επώδυνες τις χαρακιές στην πλάτη
Σ’ αυτή την ανελέητη ομορφιά
Που θάνατο αργό και βασανιστικό
Βαφτίζει ως «αγάπη»
Ονειρεύομαι συχνά πως περπατώ
Μέσα σε μια απέραντη έρημο από ζάχαρη
Όπου ριπές καυτού ανέμου άπονα με μαστιγώνουν
Ώσπου να μην τ’ αντέχω πια – και πέφτω
Από πάνω μου σαν απειλή βαραίνει μια σκιά
Μα ξάφνου ως διά μαγείας χρυσό με λούζει φως
Πάνω απ’ το καταπονημένο σώμα μου
ο άντρας με το χρυσό χαμόγελο μου γνέφει φιλικά
κάνοντας ό,τι πιο ανεκτίμητο κι απλό:
απλώνοντας το χέρι
…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-07-2009 |