Φιλάρεσκη θάλασσα

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Φυσούσε ο αέρας και καθάριζε ο ορίζοντας
και φαινόταν πέρα μακριά σαν σε όνειρο
ποιος ξέρει από ποιον κόσμο φερμένη
μια στεριά σαν τρικάταρτο που το έσυρε ο άνεμος
εύκολα την έκανε κανείς για ουρανό
έτσι γαλάζια και αέρινη που εμφανιζόταν
έτσι απροσδόκητα που χανόταν με τη νηνεμία.
Φιλάρεσκη γριά γυναίκα θύμιζε η θάλασσα
η επιδερμίδα της σφριγηλή, νεανική
απατηλή, εκεί στις παρυφές του ορίζοντα
συνεχώς έσπαγε καθώς πλησίαζε
φορτώνοντας αιώνες επάνω στην πλάτη της
ρυτιδωμένη και ανάστατη έσκαγε στην ακτή
τα κύματα σα μαλλιά λευκά και λυμένα
που ο άνεμος έχει βαλθεί να τα μπλέξει
δίνοντας έντονη την όψη της τρελής.
Για να δεις τον ήλιο να αναδύεται το πρωί
και να λιώνει το απόγευμα μέσα στο πέλαγος
αρκούσε το βλέμμα να στρέψεις
εκεί στο μόλο αμετακίνητος για ώρες
ενώ η θάλασσα ζηλόφθονη τον υπέσκαπτε
με τα υγρά, ροζιασμένα της δάκτυλα
ασταμάτητα, γεμάτη κακία και οργή
μάταια λοιπόν έβαφε τις παρειές της;
μάταια ντυνόταν το πορφυρό της φόρεμα;
Έπεφτε η βελουδένια αυλαία της νύχτας
και η θάλασσα κάτωθε αόρατη χαλάρωνε
είχε τη σελήνη για κόσμημα κατάστηθα
τα χιλιάδες αστέρια για διάδημα ουράνιο
το σκοτάδι για ένδυμα κυριακάτικο
ένιωθε – και ήταν -και πάλι όμορφη
σχεδόν ξεχνούσε πως την επαύριο
θα είναι ακόμα μια μέρα γηραιότερη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-07-2009