Ενα γράμμα, τελευταίο Δημιουργός: ConstantineMuhT Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ένα γράμμα τελευταίο.
Και μετά μόνο σιωπή.
Όχι βαριά και βασανιστική.
Υπέροχη γλυκιά σιωπή.
Που θα μας απελευθερώσει.
Δεν είναι φενάκη.
Δεν είναι άδικο.
Το άδικο είναι στο χωρίς.
Όταν η σπίθα λέει εμείς.
Νερό αντί για λάδι;
Αυτό είναι το άδικο.
Μέρες χωρίς εσένα.
Πορεία χωρίς πυξίδα.
Τις είδα αυτές τις μέρες.
Θυμάμαι και τις άλλες όμως.
Με το χαμόγελό σου να με φωτίζει.
Πόσα λάθη έκανα.
Πόσα στραβά.
Πόσος εγωισμός.
'Άλλος τόσος πόνος.
Ακόμα πόνος.
Ανείπωτος.
Αλλά πριν από αυτό τι;
Οι ζωές μας να αλλάζουν.
Ο τρόπος που τις ζούσαμε.
Ακόμα και εσύ που έλεγες ότι κανένας δεν αλλάζει.
Κανένας έλεγες.
Ούτε ο κόσμος, ούτε οι άνθρωποι.
Άλλαξες.
Όχι μόνο μια φορά.
Και έκανες πράγματα που δεν έκανες.
Που δεν είχες κάνει καν.
Ούτε σκεφτεί ίσως.
Και αν αλλάζουν οι ζωές.
Αλλάζουν όλα.
Προσαρμόζονται.
Τις προσαρμόζουν τις ζωές και εφαρμόζουν.
Όπως τα δυσανάλογα σώματά μας.
Όπως τα χέρια μας, τα δάχτυλά μας.
Που αγκαλιάζονταν σε κάθε στιγμή που βιώναμε.
Τι;
Έναν μικρό θάνατο ο καθένας.
Αυτό βιώναμε.
Και μετά.
Αναγέννηση.
Εγώ άλλαξα.
Εσύ άλλαξες.
Αλλάξαμε δεν παίρνει άρνηση αυτό.
Πολύ ή λίγο.
Άνευ σημασίας.
Τι έχει σημασία;
Το σήμερα.
Έλα βρες με στο σήμερα.
Η παρουσία σου πιο δυνατή από ποτέ.
Να την αισθάνομαι σε όλο της το μεγαλείο.
Και απέναντι της η απουσία σου.
Από την ζωή μου.
Αργή ζωή. Λειψή Ζωή.
Τι προτιμώ;
Αμφιβολία;
Μικρή απουσία και αόριστη;
Ναι.
Και να την λυτρώνει μια εμφάνιση.
Λιτή.
Απελευθερωτική.
Να χαρακτηρίζεται αυτή η παρουσία και να ορίζεται αν θες.
Να βρίσκει ταυτότητα μέσα από άλλες απουσίες.
Απουσία Φόβου.
Απουσία Ενοχής.
Άγχους. Προβλημάτων. Ασφυξίας.
Να βρίσκει τον δρόμο χάνοντας τις ταμπέλες.
Να βρίσκει ταυτότητα χάνοντας το όνομα της.
Όχι το μαζί.
Όχι τη σχέση.
Τι έχουμε εμείς και αν “τα έχουμε”;
Ποια; Ποια να έχουμε;
Ανώνυμα και ελεύθερα.
Σαν παλιά. Σαν πρώτα.
Σε ποίον χρωστάμε;
Σε ποίον θα εξομολογηθούμε;
Σε ποιόν θα ζητήσουμε ¨συγχωροχάρτι”
Και ποιος θα μας το δώσει;
Κανένα δεν θα ακούσω.
Μην ακούς και συ.
Ο,τι υπαγορεύει η “λογική” γιατί απαραίτητα πρέπει...
...να καλείται λογικό;
Τι δουλειά έχει η κοινή λογική;
Ανάμεσα στον δικό μας ερωτικό παραλογισμό που βρίσκει χώρο να ανασάνει;
Αφού εμείς κειτόμαστε ξέπνοοι.
Δεν θα ρωτήσουμε ξανά για ποιο λόγο να γίνει κάτι.
Για να γίνεται κάτι κάποιος λόγος υπάρχει.
Αυτό ξέρω. Αυτό ζήσαμε. Αυτό είναι.
Τόσες στιγμές.
Βαφτίστηκαν ανίκανες;
Τόσες όμορφες στιγμές.
Μοναδικές.
Και χάθηκαν έτσι.
Σε ένα λεπτό.
Σε ένα δεν θέλω.
Τόσες στιγμές.
Ατελείωτες στιγμές που παρακαλούσαμε να σταματήσει ο χρόνος εκεί.
Τριακόσια τριάντα χιλιόμετρα Νότια.
Τριακόσια τριάντα χιλιόμετρα Βόρεια.
Τι σημασία έχει;
Δεν μας χώριζαν. Μας ένωναν.
Σχεδιάζαμε ταξίδια.
Με το σώμα. Και τα ζούσαμε.
Με την ψυχή.
Τηλέφωνα μέσα στην νύχτα.
Να μας ιδρώνουν.
Να μας αναστατώνουν.
Να μας οδηγούν σε δρόμους απάτητους.
Για ποιο λόγο;
Ρωτάς για ποιο λόγο;
Κορμιά να τρέμουν.
Ανάσες να μην βγαίνουν.
Κορμιά μπλεγμένα.
Κουρασμένα.
Πεινασμένα.
Νεκρά, μετά από δεκάδες μικρούς θανάτους.
Για ποιο λόγο;
Κουβέντες για ώρες και για τα πάντα.
Με την καρδιά μου ανοιχτή.
Γέλια. Σχέδια. Αγωνίες.
Ξανά γέλια. Και μετά μικρές λέξεις.
Να πυροδοτούν μηχανισμούς που προκαλούσαν εκρήξεις.
Τρέμοντας. Παρακαλώντας.
Με καρδιές να χτυπάνε σαν τρελές.
Και λόγια.
Τότε που το σε θέλω.
Γινόταν πράξη σε λευκά σεντόνια.
Ευωδιαστά.
Που μετατρέπονταν σε πετσέτες.
Ρουφούσαν τον ιδρώτα.
Ότι έσταζε επάνω τους.
Και μετά η έκρηξη.
Υγρή. Παντοδύναμη.
Και μετά την έκρηξη.
Γύρναγες την πλάτη και ζητούσες ένα φιλί στον λαιμό.
Μια λέξη ακόμα τρυφερή.
Να αποκοιμηθείς.
Και μια καληνύχτα.
Στο αυτί. Μέσα στην αγκαλιά.
Για ποιο λόγο;
Ρωτάς για ποιο λόγο;
Αυτά είναι ο λόγος η αιτία η ερώτηση και η αφορμή.
Δεν χρειαζόμαστε τον λόγο, το παιδί της λογικής.
Την έκρηξη μόνο χρειαζόμαστε.
Το πάθος. Την παρόρμηση.
Το αύριο δεν υπάρχει.
Και αν δεν έρθει;
Έτσι έζησα την κάθε νύχτα δίπλα σου.
Χωρίς αύριο.
Τι θα φέρει το αύριο;
Ποιος ξέρει; Ποιος Προκαθορίζει;
Ποιος Προ απαντά;
Και ποιος το προϋπαντά;
Εγώ δεν ξέρω.
Δεν είμαι εγώ αυτός που θα καθορίσει ή προκαθορίσει το αύριο.
Δεν μπορώ και δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο εγώ.
Εγώ είμαι θνητός.
Και το θυμάμαι πάντα αυτό.
Δεν μπορώ να σηκώσω την ευθύνη για το αύριο.
Τόσο βάρος δεν μπορώ να σηκώσω.
Θα αφήσω λοιπόν κάποιον δυνατότερο να το κάνει.
Τον χρόνο.
Τις στιγμές.
Τις ευκαιρίες και τις συγκυρίες.
Τα σώματα.
Όχι τα στόματα.
Με τα χέρια ανοιχτά.
Θα δεχθώ ότι μου έρθει τότε.
Σαν παιδί μου θα το δεχτώ.
Σαν κτήμα μου.
Αλλά σου γνέφω από μακρυά.
Σου φωνάζω.
Άνοιξε.
Βρες την δύναμη και άνοιξε.
Τις πόρτες του μυαλού.
Του παραλόγου και του πάθους.
Ξέρω.
Πίστεψέ με το ξέρω.
Επαναστατικό πνεύμα εσύ.
Αδιάλλακτο.
Ανεξάρτητο.
Τόσα σε βαραίνουν.
Τόσα σε πνίγουν.
Ξέσπασε.
Με φωνές.
Με κλάματα.
Με τρικυμία και ναυάγια.
Και δες με να στέκω εκεί βράχος ακλόνητος.
Στο τάζω.
Δεν το χρειάζεσαι.
Μα δεν διστάζω.
Γιατί με νοιάζει.
Σε θέλω να γελάς.
Τίποτα να μην σε πειράζει.
Μην διστάζεις να λαμβάνεις.
Όταν έχεις δώσει.
Κι αν ακόμα το έκανες άθελά σου και χωρίς να το ξέρεις.
Ξέσπασε.
Με φωνές και κοιτάγματα.
Με λόγια και πειράγματα.
Με την γλώσσα και τα δάχτυλα.
Σε θέλω να γελάς.
Τίποτα να μη σε πειράζει.
Μην διστάζεις να λαμβάνεις.
Μην αρνείσαι να απολαμβάνεις.
Χωρίς τη ενοχή και την σκέψη του αύριο.
Σημάδεψα το χέρι μου πριν το μάθω καλά αυτό.
Άδραξε την μέρα.
Χωρίς πίστη στο αύριο.
Δεν χρειάζεται να χαραχτούν και οι καρδιές μας για να το καταλάβεις.
Στο έδειξα μια φορά.
Θα στο θυμίσω πάλι.
Τόσα να σου θυμίσω.
Τόσα να πούμε.
Τόσα που λέγαμε.
Δεν ήταν τυχαίο.
Δεν ήταν μάταιο.
Τόσο που μιλάγαμε.
Σαν να σε έβλεπα ήταν.
Και τόσα που κάναμε.
Στις πιο απλές στιγμές.
Το γεύμα στην Ασίζη.
Ή κάτω από τοίχους που έπεφταν.
Τρέλα πράγματα κάναμε.
Την τρέλα ζήσαμε.
Την επαναπροσδιορίσαμε.
Και την κακοποιήσαμε στο τέλος.
Γιατί είναι και αυτό τρέλα.
Κακοποιημένη και αρρωστημένη.
Με αυτή την μικρή ιστορία πίσω μας.
Και τόσες υποσχέσεις.
Να μένουμε τώρα στο τίποτα και στο πουθενά.
Αυτό είναι τρέλα.
Κακοποιημένη και αρρωστημένη.
Το τελευταίο γράμμα μου.
Σήμερα.
Η τελευταία λέξη μου.
Χτες.
Και ο δρόμος που τόσο λες πως θες να τραβήξεις εκεί μπροστά σου.
Σκέψου όμως.
Τις διαδρομές.
Αυτές τις διαδρομές.
Την δική μου και την δική σου.
Ας τις διασταυρώσουμε κάπου.
Δεν σημαίνει ότι εσύ θα αλλάξεις δρόμο.
Ούτε εγώ.
Δεν θα αλλάξουμε μονοπάτια και πορεία.
Αλλά δεν είναι ο Επιτάφιος.
Ή η περιφορά της εικόνας.
Δεν ξεκινά και καταλήγει στο ίδιο σημείο.
Είναι μονοπάτια της ζωής.
Με εμάς επάνω. Θνητούς.
Με αβέβαιο αύριο.
Και όταν αυτά τα μονοπάτια θα διασταυρωθούν.
Δεν θα κοιτάξουμε τις ανύπαρκτες ταμπέλες
Δεν θα πάμε από τον ίδιο δρόμο ή διαφορετικό.
Θα πάμε όπου η στιγμή ορίσει.
Η έλξη ή η απουσία της.
Που θα πάμε όμως;
Μέχρι την επόμενη διασταύρωση.
Που δεν θα ξέρουμε ποίον και τι θα συναντήσουμε.
Αλλά εκεί θα αποφασίσουμε.
Ο καθένας για τον εαυτό του.
Ποίο μονοπάτι θα διαλέξει να τραβήξει.
Πάλι.
Χωρίς ενοχή.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-08-2009 |