Άνοιξη

Δημιουργός: Μιχάλης13

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Την είδα μου είπες , την Άνοιξη μας .
Ήταν εκεί , στη στάση του λεωφορείου σαν την ποδοπατούσε
το πλήθος με τα σκισμένα παπούτσια και το ομόηχο βουητό
της διπλανής σιωπής .
Τη γνώρισα μου είπες , αμέσως .
Κι ας πέρασαν από πάνω της οι αχνές γραμμές
κάθε ματωμένης παλάμης .
Στα μαλλιά της είχε πλέξει στεφάνι τα λουλούδια
που ‘χα αφήσει απότιστα στο βάζο .
Στα χέρια της κρατούσε το ξεραμένο κερί ,
το σχεδόν λαβωμένο από τη λειτουργία της Ανάστασης .
Στην αγκαλιά της κοιμόνταν οι έρωτες
που ξάπλωσαν κάποιο βράδυ στα ιδρωμένα χορτάρια
για να θαυμάσουν τα αστέρια .
Την ένιωσα μου είπες , πως πονούσε .
Κάποτε ερχόταν συντροφιά με τους καιρούς
για να ανταλλάξει τις μυρωδιές της , με καλημέρες
που ‘χαν σβήσει τη βραχνάδα από τον ήχο τους .
Φορούσε τότε εκείνα τα απογεύματα
που ξελόγιαζαν τον ήλιο και τον έκαναν
να δροσίζει το βλέμμα του .
Κι εμείς που δεν μπορούσαμε να της αρνηθούμε τίποτα
ταξιδεύαμε σε βόλτες που ‘ταν τόσο κοντά στα σπίτια μας
και τόσο μακριά από τον κόσμο .
Τις μέτρησα μου είπες , τις πληγές της .
Ήτανε που δεν έφερνε πια μυρωδιές
και που τα χείλη ξέχασαν να προφέρουν καλημέρες .
Ήτανε που ο ήλιος ήθελε να μας κάψει σε κάθε του άγγιγμα
και που εμείς μάθαμε να της λέμε όχι .
Πεθαμένα δέντρα βάφουνε τώρα τις ρίζες τους με τσιμέντο .
Όλοι εμείς σκυφτοί σε ένα γραφείο
που ‘χουμε αφήσει στα συρτάρια του , τους παλμούς μας .
Εχθές νομίζω πως πέρασε εκείνη και μου χτύπησε το τζάμι .
Μα εγώ δεν της χάρισα τη ματιά μου γιατί δεν έπρεπε να την ανταμώσω .
Την είδα μου είπες , την Άνοιξη .
Κι αφού δεν είναι πια δική μας ,
έγινα ένα μου είπες , με το πλήθος που άφηνε πάνω της
τα σημάδια του Χειμώνα του .

Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-09-2009