Η ιστορία της Αγγελικής Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης εισαγωγή ενός έργου που θα αργήσει να τελειώσει... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Σε έναν καιρό που επέρασε, σε έναν καιρό που πάει,
σε έναν καιρό βυζαντινό, μια κόρη τραγουδάει.
Μες στα νερά του ποταμού τα κάλλη τζη ως τα λούσει,
τα πετεινά ούλα του ουρανού στέκουν και τη γροικούσι.
Να τραγουδεί τον ουρανό, τον ήλιο, το φεγγάρι,
να τραγουδεί τον έρωτα και τση ζωής τη χάρη.
Μιαν ιστορία θα σασε πω, με λύρα και λαγούτο,
τση αγάπης και του έρωτα, που ούλο τον κόσμο ετούτο
απ'ταν εστάθη κυβερνά κι απ' την αρχήν ορίζει,
και για την χάρην του ούλη η γης ολημερνίς γυρίζει.
Γιατί δε βρέθηκε ποτές, κι ούδε κιανείς δεν ξέρει,
πλάσμα που να γεννήθηκε χωρίς δικό ντου ταίρι.
Ο ήλιος του κόσμου ο βασιλιάς, που ούλα όσα ζουν τα κρίνει,
χαίρει και γαληνεύεται σα βλέπει τη σελήνη.
Η ανάσα ντου τηνε κρατά, το φως του τη ζεσταίνει,
του δίνει λόγο για να ζει, πως τηνε περιμένει.
Με αχτίδες τηνε κυνηγά στση νύχτας το σκοτίδι,
μα σαν τη βρει του κρύβεται κι ελπίδα άλλη του δίδει.
Με νάζι και με πονηριά από ομπρός του πάντα τρέχει,
γιατί τ' αρέσει ο παιδεμός κι εκείνη το κατέχει.
Μα με τση μέρας του το φως, που ο πόθος του θεριεύει,
ολόλαμπρος κι ολόπυρος τη φτάνει και την κλέβει.
Λούζεται στην αγκάλη ντου, του γεύεται το χάδι,
τον βάνει να αποκοιμηθεί και φεύγει ντου το βράδυ.
Η μάνα γης τον ουρανό έχει και συντροφεύει,
κι εκείνος μες στα χέρια ντου να την κρατά γυρεύει.
Σα θα τση λείψει απ' το πλευρό, σύγκορμη τρέμει, σειέται,
κι από τσι φλέβες το αίμα τζη στερεύει και σκορπιέται.
Κι αυτός σαν την αναζητά, σύννεφα κατεβάζει,
βρυχάται, αστράφτει και βροντά, την πλάση σκοτεινιάζει.
Μα πάντα πάλι βρίσκουνται, και με χαρές και γέλια,
το αίμα τζη δίνει κοπελιές, το δάκρυ τζη κοπέλια.
Τα σύννεφά ντου χάνουνται κι η όψη ντου καθαρίζει,
πέφτουν και γίνουνται βροχή απου τηνε δροσίζει.
Η θάλασσα με τον γιαλό παίζουνε κι αγαπιούνται,
δεν έχουνε σταματημό, χαϊδεύουνται, φιλιούνται.
Με κύματα ταΐζει ντον, με αλάτσι τονε γραίνει,
με ποταμούς ποτίζει ντη, με χώμα τη χορταίνει.
ʼλλες φορές με σπαραγμό και με περίσσιο κλάμμα,
μ' ανάφιλο αναστεναγμό περιπατούν αντάμα.
Κι άλλες φορές δισταχτικά, με γλύκα και με μέλι,
ο εις τον άλλο ορέγεται, ο εις τον άλλο θέλει.
Μα ο ίδιος ο έρωτας κι αυτός δεν εγεννήθη μόνος,
ταίρι ντου λέγεται ο καημός, το βάσανο κι ο πόνος.
Δίχως τωνε δε θα 'χε φως, μήδε θα κελαηδούσε
γλυκόλαλο ουρανού πουλί, μήδε κι αθός θα αθούσε.
Η νύχτα δε θα νύχτωνε, δε θα 'χε η μέρα γιόμα,
θαν έλειπαν οι μυρωδιές, οι γλύκες και το χρώμα.
Σαν κι ούλα τούτα το λοιπόν, έτσα και με τσι αθρώπους,
σ' ούλου του χρόνου τσι καιρούς, σ' ούλης τση γης τσι τόπους,
πονούνε, βασανίζουνται, δακρυώνουν και λυγούνε,
παιδεύουν και παιδεύουνται, χορεύουνε, γελούνε,
χαίρουνται, σιγοτραγουδούν, να φάνε θεν, να πιούνε,
για μιαν αγάπη κουζουλή ποθαίνουνε και ζιούνε.
Καθένας ονειρεύεται τον έρωτα να νοιώσει,
και να βρει το άλλο ντου μισό, ταίρι να συμπληρώσει.
Να σμίξουν, να ταιριάξουνε, να χιλιαγαπηθούνε,
να φιλιωθούν και με χαρές να καλοπορευτούνε.
Να βλογηθούνε με πολλά και με καλά τα χρόνια,
να βλογηθούνε με παιδιά, με κόρες και με εγγόνια.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-01-2004 | |